Αφροδίτη Δερματά
Το άδικο ουκ ευλογείται λέει μια παροιμία. Τελικά ευλογείται ή όχι; Έρχεται και σε βρίσκει όταν αδικείς κάποιον; Μοιάζει λίγο σαν ένα μπούμερανγκ αρνητικής ενέργειας που επιστρέφει σ’ εσένα; Και τι είναι πραγματικά άδικο;
Ο Δημήτρης χώρισε πριν μερικά χρόνια από την γυναίκα του. Βασικά αυτή τον χώρισε γιατί ερωτεύτηκε κάποιον άλλον. Ήταν πολύ ξεκάθαρη απέναντι του. Του τα ομολόγησε όλα και του είπε ότι θα ζήσει αυτό τον έρωτα καθαρά, όπως του αρμόζει. Ξαφνικά έμεινε μόνος μετά από χρόνια. Ο πόνος ήταν τεράστιος. Ένιωσε χαμένος και δεν ήταν λίγες οι φορές που σκέφτηκε να βάλει τέλος στην ζωή του. Την αγαπούσε την γυναίκα του. Ήταν ερωτευμένος μαζί της. Τα βράδια καθόταν στην βεράντα και έπινε ουίσκι καπνίζοντας ασταμάτητα. Έκλαιγε, και έφτανε στο σημείο να λιποθυμάει από το μεθύσι. Φλέρταρε άγρια με την κατάθλιψη. Δεν ήθελε να πηγαίνει πουθενά και δεν ήθελε να βλέπει κανέναν. Μόνο τα παιδιά του και σε αυτά -τον χρόνο που περνούσε μαζί τους- έπαιζε θέατρο ότι ήταν εντάξει για να μην τα στεναχωρεί. Τα χρόνια πέρασαν, πένθησε, λύγισε έπιασε πάτο και στο τέλος το πήρε απόφαση ότι αυτά είναι τα νέα δεδομένα και ξαναστάθηκε στα πόδια του. Είχε κάποιες σχέσεις περιστασιακές. Δεν ενδιαφερόταν άλλωστε να κάνει κάτι σοβαρό. Προτεραιότητα ήταν τα παιδιά του. Την μάνα τους απέφευγε να την βλέπει. Αρκετά τον πόνεσε σκεφτόταν. Ώσπου μια μέρα στην εταιρεία που δούλευε ήρθε η Μαίρη. Η Μαίρη ήταν υφιστάμενη του. Η συνεργασία τους ήταν άψογη και η χημεία τους έδεσε από την πρώτη στιγμή. Του άρεσε πολύ σαν γυναίκα, είχε χιούμορ, ήταν έξυπνη, ήταν όμορφη και άκουγαν την ίδια μουσική είχαν τα ίδια ενδιαφέροντα. Είχε όμως ένα σημαντικό αρνητικό. Ήταν παντρεμένη. Ο Δημήτρης ήταν κατά των εξωσυζυγικών σχέσεων. Ιδίως μετά από όσα έπαθε και ο ίδιος. Όσο όμως κι αν προσπαθούσε να αντισταθεί, η έλξη ήταν μεγάλη και αναπόφευκτη. Η αλήθεια είναι ότι η Μαίρη δεν έδειχνε και πολύ ευτυχισμένη με τον γάμο της. Ο άντρας της την ζήλευε, την υποτιμούσε και της μιλούσε άσχημα.
Αρχικά ξεκίνησαν με κάτι email αργά το βράδυ στα οποία αρχικά ομολογούσαν τον αλληλοθαυμασμό τους συνέχισαν φλερτάροντας ασύστολα και κατέληξαν να κάνουν έρωτα ένα βράδυ βροχερό σε ένα ξενοδοχείο στις Βρυξέλλες κατά την διάρκεια ενός επαγγελματικού ταξιδιού. Ο Δημήτρης καταπάτησε όλα τα «ποτέ» κρατώντας σφιχτά την Μαίρη στην αγκαλιά του. Η Μαίρη καταπάτησε όλα τα «πρέπει» της κρατώντας σφιχτά τον Δημήτρη στην αγκαλιά της. Φαινόντουσαν όλα τόσο όμορφα, αλλά τα δύσκολα τώρα μόλις είχαν ξεκινήσει. Ο άντρας της Μαίρης δεν θα την άφηνε να φύγει τόσο εύκολα. Ο ίδιος επιφανής οικονομικά και κοινωνικά είχε όλα τα μέσα να την αποτρέψει από αυτήν την απόφαση ξοδεύοντας απλά λίγα χιλιάρικα παραπάνω. Την απείλησε ότι θα της πάρει τα παιδιά, ότι θα την πετάξει έξω από το σπίτι ότι θα την γονατίσει οικονομικά και ότι θα βρει τρόπο να την απολύσουν από την εταιρεία. Ο Δημήτρης της πρότεινε να χωρίσουν προκειμένου να μην της καταστρέψει την ζωή. Αυτή έκανε ένα βήμα πίσω μέχρι να καταλαγιάσει ο θυμός του άντρα της και να αποφασίσει τι θα κάνει. Περισσότερο φοβόταν μην της πάρει τα παιδιά. Είχε καλούς δικηγόρους και δύσκολα θα έχανε δίκη. Η απόσταση ενέτεινε ακόμα περισσότερο την αγάπη τους. Χαρμανιασμένοι από έρωτα ήθελαν απεγνωσμένα να είναι μαζί .
Φινάλε no 1: Ένα βράδυ ο Δημήτρης βγήκε στην βεράντα. Έβαλε ένα ουίσκι και άναψε ένα τσιγάρο. Ξαφνικά χτύπησε το θυρoτηλέφωνο. Αναρωτήθηκε ποιος να είναι τέτοια ώρα. Δεν περίμενε κάποια επίσκεψη. Όταν άναψε η κάμερα, έκπληκτος διαπίστωσε ότι ήταν η Μαίρη. «Αγάπη μου, ήρθα» ήταν το πρώτο πράγμα που του είπε όταν άνοιξε την πόρτα και αυτός την αγκάλιασε σφιχτά ρωτώντας την τι έγινε. Άρχισε να του εξιστορεί την ανατρεπτική βραδιά της. Γύρισε στο σπίτι από την δουλειά, ο άντρας της την περίμενε στο σαλόνι. Της είπε ότι εφόσον ήταν ερωτευμένη με άλλον δεν είχε κανένα δικαίωμα να την κρατήσει με το ζόρι σε αυτή την σχέση και ουσιαστικά την αποδέσμευσε. Της υποσχέθηκε ένα καλό ποσό διατροφής ώστε να μεγαλώνουν άνετα τα παιδιά και της είπε ότι θα τους βοηθήσει να βρουν ένα ευρύχωρο σπίτι να εγκατασταθούν. Ο Δημήτρης δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Η εξέλιξη ήταν εντελώς απρόσμενη. Την αγκάλιασε και της είπε πόσο την αγαπάει. Τώρα είχαν όλο τον χρόνο να ζήσουν μαζί όμορφα πράγματα.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Φινάλε nο 2: Ένα βράδυ ο Δημήτρης βγήκε στην βεράντα. Έβαλε ένα ουίσκι και άναψε ένα τσιγάρο. Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Ταράχτηκε. Αυτό το βράδυ το ένστικτό του δεν ήταν και πολύ καλό. Ήταν η Μαίρη. Το σήκωσε και άκουσε από μέσα τις φωνές της. «Βοήθεια με σκοτώνει» ούρλιαζε. «Μαίρη μίλα μου Τι συμβαίνει; Μίλα» Η Μαίρη ακουγόταν στο βάθος να ουρλιάζει. Πιθανόν να της είχε πέσει το τηλέφωνο πριν προλάβει να το κλείσει. Ο Δημήτρης πήρε την αστυνομία. "Γρήγορα Αιγίου 45. Σκοτώνουν την Μαίρη". Η Μαίρη βρέθηκε χτυπημένη άσχημα στο κεφάλι. Άλλη μια γυναικοκτονία είπαν στις ειδήσεις. Η Μαίρη άνηκε στον άντρα της, την αγαπούσε παράφορα…πως τόλμησε να ζητήσει να φύγει;
Και έζησαν, αυτή στο χώμα και αυτός στην φυλακή.
ΥΓ. Ιστορίες της διπλανής πόρτας