Αφροδίτη Δερματά
Είναι Τετάρτη και από το πρωί σκαλίζω στο μυαλό μου το θέμα της Παρασκευής. Σκέφτομαι ότι δεν έχω γράψει ποτέ τίποτα για το νησί της καρδιάς μου, τη Μυτιλήνη, και ψάχνω να βρω στιγμές και λέξεις που θα αποτυπώσουν όμορφες εικόνες στο ψηφιακό χαρτί. Έχει βραδιάσει και ακόμα τριγυρνάει στο μυαλό μου το νησί, δεν έχω βγάλει όμως άκρη. Απομονώνω καλοκαίρια, σκηνές, καταστάσεις τα ζω όλα από την αρχή και προσπαθώ να εντοπίσω τα πιο σημαντικά. Καθώς μαγειρεύω βραδινό, ακούω την κόρη μου να λέει «Μάνα, έχεις ζήσει ωραία ζωή». «Πώς σου ήρθε τώρα αυτό;» τη ρωτάω. «Ε, να... έχεις πάει στη Μυτιλήνη». Γυρνάω και την κοιτάω έκπληκτη. «Καλά, έχεις μαγικές ιδιότητες» της λέω. «Ξέρεις να διαβάζεις μυαλά». Ήταν σχεδόν τρομακτικό, δεν είχα αναφέρει απολύτως τίποτα για τις σκέψεις μου . «Εντάξει» σκέφτομαι «τελείωσε». Είναι γραφτό να γράψω για τη Μυτιλήνη.
Τη Μυτιλήνη, λοιπόν, την πρωτογνώρισα οδηγώντας με την όπισθεν στα 21 μου. Είχα πάρει μόλις ένα μήνα το δίπλωμα οδήγησης όταν μου ανέθεσαν από την εφημερίδα όπου δούλευα τότε, να κάνω ένα αφιέρωμα στο νησί. Έπεσα σε μια περίοδο όπου στη Χώρα γίνονταν οδικά έργα και σε όποιον δρόμο και να έμπαινα με το ενοικιασμένο αυτοκίνητό μου, ήταν αδιέξοδο κι έτσι αναγκαζόμουν να βγαίνω με την όπισθεν. Ήταν αστείο, ένα αυτοκίνητο που κυκλοφορούσε μονίμως με την όπισθεν. Είχα γίνει εξπέρ στην ανάποδη οδήγηση ενώ τα μπινελίκια επεφταν βροχή.
Εκείνο το πρώτο καλοκαίρι του 2001 που πήγα για πρώτη φορά δεν υπήρχε ούτε σαν ιδέα το espresso freddo ενώ ήταν πολύ δύσκολο να βρεις και καφετέρια που να φτιάχνει καφέδες take away. Ήταν η εποχή που πίναμε φραπέ με τρεις κουταλιές ζάχαρη, πολύ γάλα και πολλά παγάκια. Στον δρόμο για τον Μόλυβο λαχταρήσαμε με τη συνάδελφο ένα παγωμένο φραπέ και σταματήσαμε σε ένα μικρό καφενείο σε ένα χωριουδάκι. Μια γιαγιά 80 περίπου χρονών, μας υποδέχτηκε πίσω από ένα παράθυρο. Της παραγγείλαμε τους φραπέδες και αυτή μας εξήγησε ότι κρατάει για λίγο το μαγαζί που είναι του γιου της και ότι αυτός έχει πεταχτεί σε μια δουλειά και δεν θα αργήσει, ότι αν βιαζόμαστε δεν ξέρει να φτιάχνει φραπέ, οπότε θα πρέπει να τους φτιάξουμε μόνες μας. Μπήκαμε μέσα χλευάζοντας λίγο την όλη κατάσταση, πήραμε το παραδοσιακό σέικερ, ρίξαμε τα υλικά και να «χτυπήσαμε» τους φραπέδες μας σαν τη διαφήμιση των ‘90s. Τώρα ξέρω ότι εκείνο το ιδιαίτερο σκηνικό και το συγκεκριμένο "σεικεράτο" φραπεδάκι έμεινε αξέχαστο.
Εκείνη η πρώτη φορά εκτός από πολύ όπισθεν, είχε κούραση, άγχος αλλά είχε και όμορφα βράδια με θέα τον κόλπο της Γέρας και βραδινές βουτιές στην πισίνα του ξενοδοχείου.
Τη δεύτερη φορά πήγα στην Μυτιλήνη για διακοπές. Ήμασταν παρέα τέσσερα άτομα, μέναμε στο χωριό του Παύλου στη βόρεια Μυτιλήνη, το Σκαλοχώρι. Γυρνούσαμε το νησί με ένα λευκό Mini Moke με κόκκινα καθίσματα, το οποίο ήταν ανοιχτό από παντού, δεν είχε καν πόρτες και μιας και δεν είχαμε καν ραδιόφωνο είχαμε μάθει απέξω τους στίχους από το «Πάμε όλοι μαζί σε μια παραλία» των Ημισκούμπρια και το τραγουδούσαμε στο Repeat . Τα μαλλιά μου και της Μαριάννας γέμιζαν ψαλίδα και ανακατεύονταν από τον αέρα, με το ζόρι ακούγαμε τι λέγαμε και φτάναμε κουδούνια στον προορισμό μας. Τα πρωινά που αποφασίζαμε να μείνουμε στο χωριό, βουτούσαμε στα παγωμένα αναζωογονητικά νερά του Καλού Λιμανιού. Αν δεν φυσούσε, ο μπαμπάς του Παύλου μάς πήγαινε βόλτα με την "Τζαμάικα", την βάρκα του. Όταν γυρνούσαμε, δέναμε τη βάρκα και πηγαίναμε για φαγητό στην κυρία Καλλιόπη. Το ταβερνάκι της έμοιαζε σαν να είχε έρθει από μια άλλη εποχή, στεγαζόταν σε ένα παλιό διώροφο πέτρινο κτήριο στην άκρη μιας μικρής παραλίας όπου άραζαν τα βαρκάκια και στο πίσω μέρος είχε το μποστάνι. Το μενού περιλάμβανε φρέσκο ψάρι κατευθείαν από τη θάλασσα -ψαρεμένο από τον άντρα της- και λαχανικά από τον κήπο. Νομίζω ότι στο ταβερνάκι της Καλλιόπης έφαγα τους καλύτερους κολοκυθοκεφτέδες της ζωής μου. Τα απογεύματα μέναμε σπίτι μέχρι να πέσει η ζέστη, το ραδιόφωνο έπαιζε καλοκαιρινή ποπ μουσική ενώ κάθε τόσο πεταγόταν το σλόγκαν του σταθμου…Κοσμόράδιο στο χθες στο αύριο. Παρέα με το Κοσμοράδιο τρώγαμε παγωμένο καρπούζι, πίναμε φραπέ και παίζαμε ατελείωτες ώρες τάβλι και χαρτιά. Τα βράδια τριγυρνούσαμε στα ταβερνάκια των χωριών και πίναμε ούζο, εγώ στάνταρ έτρωγα σαρδέλες και οι υπόλοιποι της παρέας μπριζόλες. Είτε στο βουνό είμασταν είτε πάνω στην θάλασσα οι μπριζόλες είχαν πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο στο τραπέζι ενώ πάντα υπήρχε μια μακαρονάδα στη μέση για τη λιγούρα. Αργά το βράδυ πίναμε βότκα πορτοκάλι στο Congas στον Μόλυβο.
Η τρίτη φορά που πήγα στη Μυτιλήνη ήταν παρόμοια. Ίδια αγαπημένη παρέα, Mini Moke, γιορτή της σαρδέλας, ούζο, τάβλι, σουβλάκι στην πλατεία του χωριού και ανεμελιά. Μισή ώρα από το χωριό ήταν μια τεράστια αμμώδης παραλία που την ονομάζαμε Τανκ. Τη βαφτίσαμε έτσι επειδή στην άκρη της στεκόταν παγωμένο στον χρόνο ένα τανκ. Ένα απόγευμα εφοδιαστήκαμε με φαγητά και παγωμένες μπίρες και ξεκινήσαμε για beach party. Τέσσερα άτομα μόνα τους σε μια παραλία που έμοιαζε να μην έχει τέλος, έφτανε εκεί που φτάνει το μάτι. Ένα θέαμα μοναδικό. Στήσαμε το σκηνικό, μαζέψαμε ξύλα για τη φωτιά, κάναμε απογευματινές βουτιές, παίξαμε ρακέτες και το βράδυ αφού φάγαμε, ξαπλώσαμε τριγύρω από τη φωτιά. Μείναμε εκεί να χαζεύουμε την μαγεία του ουρανού και νιώθαμε σαν είμασταν μόνοι μας στο σύμπαν, μέχρι που άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Ξαφνικά τα ξύλα -που ήταν κούφια- άρχισαν να σκάνε στη φωτιά και να εκτοξεύονται προς πάσα κατεύθυνση. Οι ψάθες γέμισαν τρύπες κι εμείς τρέχαμε σαν τρελοί γελώντας μέσα στο σκοτάδι μέχρι να ηρεμήσει το «θεριό». Χωρίς φωτιά το beach party έληξε κάπως άδοξα. Προσπαθούσαμε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι να μαζέψουμε τα πράγματα μας για να φύγουμε. Ξέραμε και οι τέσσερείς μας ότι κάπως έτσι με τα απρόσμενα πυροτεχνήματα έφτασε στο τέλος και μια από τις ωραιότερες μέρες της ζωής μας.
Αυτή είναι η Μυτιλήνη, λοιπόν, κι αυτό που την έκανε μοναδική -εκτός από τα πρόσωπα που βρέθηκα μαζί τους εκεί- είναι η αγνή ομορφιά της και η αυθεντικότητά της. Η Μυτιλήνη δεν είναι κοσμοπολίτικο νησί και κρύβει την ομορφιά που κρύβουν τα μέρη τα οποία δεν τα έχουν πατήσει οι πολλοί. Τουλάχιστον έτσι την άφησα.
Κοιτάω την κόρη μου καθώς της σερβίρω το βραδινό. «Ναι, έχω περάσει όμορφη ζωή» της απαντάω «και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό». «Δεν σου λείπουν οι φίλοι σου;» με ρωτάει. «Πολύ» της απαντάω. «Έχω ζήσει μοναδικές στιγμές μαζί τους αλλά η ζωή τα φέρνει έτσι που πολλές φορές οι δρόμοι πρέπει να χωρίσουν. Εμείς, όμως, της έχουμε εμπιστοσύνη… Άλλωστε, η ζωή ξέρει…»