Αφροδίτη Δερματά
Οι πατούσες μου πονάνε, νιώθω σαν να πατάω καρφιά. Σέρνω τις τρίπατες μου βέρμαχτ στην άσφαλτο και θυμώνω μ' εμένα που δεν φόρεσα αθλητικά παπούτσια. Θέλω να ανάψω ένα τσιγάρο μα το στόμα μου έχει στεγνώσει από την δίψα. Κάνει κρύο είναι χειμώνας αλλά είμαι ιδρωμένη από το περπάτημα. Στρίβουμε αριστερά και αφήνουμε πίσω μας τον κεντρικό δρόμο. Έχουμε κάνει ήδη μια ώρα περπάτημα. Οι υπολογισμοί ήταν λάθος. Νομίζαμε ότι θα φτάναμε σε μια ώρα άλλα έχουμε διανύσει μόνο την μισή απόσταση. Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος, περπατάμε άψυχα και κοιτάμε το καταπράσινο τοπίο. Το γκρι του ουρανού παντρεύεται αρμονικά με το πράσινο χαλί από χόρτα ενώ το έντονο χρώμα των πορτοκαλόδεντρων που απλώνονται δεξιά κι αριστερά στον κάμπο δημιουργούν έναν ζωντανό πίνακα ζωγραφικής . Έχουμε εξαντληθεί αλλά δεν θέλουμε να παραδώσουμε τα όπλα, δεν θέλουμε να γυρίσουμε πίσω χωρίς να έχουμε δει. Είμαστε αποφασισμένες να φτάσουμε στον προορισμό μας.
Μετά από 45 λεπτά περίπου φτάνουμε εξαντλημένες, στο Φαράγγι Καταφύκι. Στεγνές από νερό προσπαθούμε να ξεχάσουμε την δίψα μας και να απολαύσουμε το άγριο και όμορφο τοπίο. Τα βράχια, το πράσινο, το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Νικόλα και η ηρεμία της φύσης. Ανάβουμε ένα κερί και ψάχνουμε βρύση για νερό. Άδικα, δεν υπάρχει τίποτα. Μένουμε διψασμένες. Η ιδέα και μόνο της επιστροφής μας εξαντλεί . Μην μπορώντας να κάνουμε κάτι άλλο καθόμαστε κάτω παραδομένες και απολαμβάνουμε το μεγαλείο της φύσης. Πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Σε λίγο θα αρχίσει να νυχτώνει. Τα κινητά δεν υπάρχουν ούτε σαν ιδέα έτσι δεν γίνεται να καλέσουμε κάποιον να έρθει να μας πάρει. Στον δρόμο κλέβουμε πορτοκάλια από τα δέντρα και ξεγελάμε λίγο την δίψα μας. Οι πατούσες μου έχουν μουδιάσει από τον πόνο. Τα πρώτα σπίτια που φαίνονται από το χωριό μας δίνουν κουράγιο. Καθώς μπαίνουμε στο χωριό είναι νύχτα. Οι δρόμοι μας χωρίζουν. Η Έλενα πάει αριστερά, η Κλαίρη ευθεία κι εγώ δεξιά. Κάπως έτσι έναν χρόνο μετά θα χωρίσουν και οι ζωές μας. Ανεβαίνω εξαντλημένη την ανηφόρα, ανοίγω την πόρτα, κάθομαι στην πολυθρόνα και βγάζω τις τρίπατες βέρμαχτ που νομίζω ότι έχουν γίνει ένα με τα πόδια μου. Ανακουφίζομαι. Περπατάω με το ζόρι μέχρι την κουζίνα και πίνω δυο ποτήρια νερό. Ανάβω την τηλεόραση και ξαπλώνω στον καναπέ. Είναι Σάββατο απόγευμα, το σώμα μου πονάει. Αποφασίζω να κοιμηθώ δυο ώρες και μετά να σηκωθώ και να βγω για ποτό. Δεν υπάρχει περίπτωση να μείνω μέσα Σαββατόβραδο, δεν έχω μείνει ποτέ. Ξυπνάω Κυριακή πρωί. Θυμώνω που έχασα την έξοδο του Σαββάτου.Γεμίζω την κούπα μου με γαλλικό καφέ και βγαίνω στο μπαλκόνι. Είμαι μόλις 18. Ζω σε ένα μικρό χωριό. Έχω αρχίσει να νιώθω ότι τα περιθώρια λιγοστεύουν και ότι πλέον δεν με χωράει ο τόπος. Ψάχνω ιδέες να γεμίσουν τον χρόνο μου διαφορετικά, για να πάψω να ζω την μέρα της Μαρμότας.
Έτσι κάπως προέκυψε και η ιδέα για την πεζοπορία στο φαράγγι. Απλά ακόμα δεν έχω την ικανότητα να φροντίζω τον εαυτό μου και τον ταλαιπωρώ αφήνοντας τον χωρίς νερό και βάζοντας το να ισορροπεί για ώρες σε ψηλά-σκληρά παπούτσια. Κάθομαι στην πλαστική καρέκλα απέναντι από τον 18χρονο εαυτό μου, τον κοιτάω απογοητευμένο να σκέφτεται την έξοδο που έχασε και χαμογελάω. Τον προκαλώ να με κοιτάξει. Του προτείνω να σταματήσει να έχει κατεβασμένα μούτρα. Έχασε ένα Σαββατόβραδο σαν όλα τα άλλα και κέρδισε μια εμπειρία που μέσα από τον πόνο και την δίψα έγινε ακόμα πιο όμορφη. Μια εμπειρία που θα θυμάται μια ζωή. Με κοιτάει παραξενεμένος, δεν καταλαβαίνει. Του λέω ότι μια Παρασκευή μεσημέρι χρόνια μετά, θα κάθεται σε ένα γραφείο στην Λευκωσία και θα ξαναζεί αυτό το απόγευμα του χειμώνα περιγράφοντας το στην οθόνη του υπολογιστή του. Τα χρόνια θα έχουν περάσει και τότε θα ξέρει καλά πως ότι δεν μας σκοτώνει μας κάνει πιο δυνατούς και ότι μόνο όταν ξεβολευτείς μαθαίνεις να ζεις. Με κοιτάει με την αλαζονεία ενός έφηβου παιδιού…αλλά κάπου βαθιά μέσα του ξέρει.