Αφροδίτη Δερματά
Γυρνάει σπίτι τρέχοντας με το χαρτονένιο πράσινο ενδεικτικό στα χέρια. Είναι πολύ χαρούμενη και γιατί πήρε σε όλα άλφα και γιατί κλείνουν τα σχολεία. Επιτέλους καλοκαίρι, επιτέλους ελευθερία. Το χωριό τα καλοκαίρια αλλάζει μορφή. Όλα ξεκινάνε από το πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων. Η εκκλησία στολίζεται όμορφα και οι καραμελάδες πλαισιώνουν πολύχρωμα την μικρή πλατεία. Οι κούκλες στέκονται παραταγμένες στα ράφια, μικροί πλαστικοί τροχοί κουδουνίζουν καθώς τα παιδιά τους σπρώχνουν τρέχοντας στο δρόμο, μυρίζει μαλλί της γριάς και όλα μοιάζουν γιορτινά. Δεν είναι εύκολο να αγοράσεις καινούργια παιχνίδια, το χωριό δεν έχει καταστήματα. Έτσι η άφιξη των καραμελάδων φέρνει μεγάλη χαρά σε όλα τα παιδιά.
Τα ρούχα πλέον γίνονται πολύχρωμα και τα μικρά τσόκαρα της κροταλίζουν στα πεζοδρόμια, δεν είναι πολύ άνετα για παιχνίδι αλλά είναι πολύ της μόδας. Η γιαγιά της της αγοράζει καινούργια λευκά σανδάλια γιατί τα περσινά δεν της κάνουν, τα πόδια της μεγαλώνουν πολύ γρήγορα. Εντωμεταξύ τα μαγιό βγαίνουν από τις ντουλάπες, μυρίζουν αντηλιακό καρύδα και θάλασσα. Οι ψάθες και οι ομπρέλες ξεσκονίζονται και το κολύμπι μπαίνει στην καθημερινή ρουτίνα αντί του σχολείου. Το χωριό γεμίζει Αθηναίους που έρχονται διακοπές. Τα παιδιά έρχονται από νωρίς στην γιαγιά και τον παππού, οι γονείς έρχονται Σαββατοκύριακα και μετά στην άδεια του Αυγούστου. Το χωριό ζωντανεύει. Τα απογεύματα τα στενά γεμίζουν παιδικές φωνές, μαζεύονται και παίζουν μήλα, στρατιωτάκια ακίνητα, κυνηγητό και κρυφτό μέχρι που νυχτώνει και τότε οι γονείς βγαίνουν στις βεράντες και τα φωνάζουν να επιστρέψουν σπίτι για να κοιμηθούν.
Το ψυγείο γίνεται και αυτό πολύχρωμο, στα ράφια του παγώνουν κομμένα καρπούζια, κεράσια, σταφύλια, βερυκοκα και ένα μεγάλο τάπερ με γλυκό ζελέ. Τα απογεύματα πηγαίνει βόλτα με το ποδήλατο στο λιμάνι κάποιες φορές αγοράζει παγωτό lucky Cap για το δωράκι και άλλες φορές Πατούσα γιατί της αρέσει ο συνδυασμός μπανάνα και σοκολάτα. Τα μεσημέρια όταν επιστρέφει από την θάλασσα, μετά το φαγητό, όταν όλοι κοιμούνται, διαβάζει το βιβλίο της ξαπλωμένη στο κρεβάτι ή αναγκαστικά λύνει ασκήσεις στις «Χαρούμενες διακοπές». Είναι η μόνη της υποχρέωση όμως και πάλι δυσανασχετεί. Δεν θέλει να έχει καμία επαφή με οτιδήποτε θυμίζει σχολείο.
Όταν έρχονται τα ξαδέρφια της, παίρνουν τις απόχες και ψαρεύουν στο λιμάνι. Κάποιες νύχτες πηγαίνουν σε μικρά ταβερνάκια με την οικογένεια. Η θάλασσα λαμπυρίζει δίπλα και στα ηχεία παίζει Βιολάρη, Μοσχολιού και Πουλόπουλο. Πετάει ψωμί στα ψάρια και αυτά πλατσουρίζουν με αγωνία διεκδικώντας το μερίδιο τους. Όταν τρώει το φαγητό της, ψάχνει να βρει παρέα να παίξει μέχρι οι μεγάλοι να της πουν ότι είναι ήρθε η ώρα να φύγουν. Αν είναι τυχερή βρίσκει παιδιά, αν όχι διαβάζει Μικυ Μάους, Ποπάυ και Αστερίξ και Οβελίξ και όταν νυστάξει πολύ η μάνα της της ενώνει δυο καρέκλες για να κοιμηθεί. Κάποιες άλλες νύχτες πηγαίνει θερινό σινεμά.
Το πρωί τρώει φέτες με χωριάτικο ψωμί, βούτυρο και χειροποίητη μαρμελάδα βερίκοκο και πίνει παγωμένο γάλα. Μερικά μεσημέρια χτυπάει κρυφά στο σέικερ νες καφέ και το πίνει με τρεις κουταλιές ζάχαρη, παγάκια και πολύ γάλα. Όταν την ανακαλύπτει ο πατέρας της την μαλώνει.
Τα απογεύματα η μάνα ποτίζει τα λουλούδια και ρίχνει νερό στην αυλ΄ή για να δροσίσει. Μυρίζει χώμα και καθώς ο ήλιος πέφτει μια κουκουβάγια κουκουβίζει στα κεραμίδια του γείτονα. Σε συνδυασμό με τον πορτοκαλί ουρανό της προκαλεί πάντα μελαγχολία όμως σε λίγο βγαίνει για παιχνίδι και όλα περνάνε.
Έρχεται και η γιορτή των Αγίων Αναργύρων και το Μοναστήρι στολίζεται και γεμίζει κόσμο, καραμελάδες και μουσικές. Μετά ακολουθεί ο δεκαπενταύγουστος και η αυλή τους με τα γιασεμιά τις βουκαμβίλιες και τα ζουμπούλια ζωντανεύει. Η μάνα μαγειρεύει από το πρωί, φίλοι και συγγενείς έρχονται για τα χρόνια πολλά. Παίζει με τα υπόλοιπα παιδιά σκοτεινό δωμάτιο και κρύβεται μέσα σε ντουλάπες και κάτω από τα κρεβάτια. Δεν έχει Αir Condition και όταν κάνει πολύ ζέστη η μάνα στρώνει στο μπαλκόνι. Σκεπάζονται με δροσερά σεντόνια και μια λεπτή γαλάζια κουβερτα, μυρίζει φιδάκι που καίγεται και ο ύπνος έρχεται γλυκός. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου την ξυπνάνε ξημερώματα και μπαίνει στο δωμάτιο της.
Έρχεται ο Σεπτέμβρης και το χωριό αποχαιρετάει το καλοκαίρι με την γιορτή του κρασιού. Τραγουδιστές στήνουν ατελείωτους χορούς μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Μυρίζει κρέας ψητό, κρασί και πατάτες. Τρώει, πιάνεται στον κύκλο με τους μεγάλους και χορεύει. Όταν βαρεθεί αρχίζει να μαζεύει τα καπάκια των αναψυκτικών από το χώμα. Στόχος είναι να γεμίσει μια σακούλα. Καμιά φορά χάνεται ανάμεσα στον κόσμο φοβάται και κλαίει. Το ρολόι δείχνει δωδεκάμιση, επιστρέφουν σπίτι, το γλέντι όμως συνεχίζει και οι φωνές των τραγουδιστών εισβάλουν στα δωμάτια από τα ανοιχτά παράθυρα. «Δεν θα μας αφήσουν απόψε τα νταούλια να κοιμηθούμε» λέει κάθε φορά η μάνα.
Αυτή όμως κλείνει τα μάτια και κοιμάται αμέσως. Δεν έχει κάτι να σκεφτεί, όλα είναι τόσο όμορφα και απλά.
Μακάρι να μπορούσε και τώρα απλά να πέσει και να κοιμηθεί. Να μην την νοιάζουν οι υποχρεώσεις της επόμενης μέρας, να μην τ΄ρέχει να μαζέψει χρήματα, να μην την νοιάζει τι ώρα θα ξυπνήσει το πρωί, τι φαγητό θα μαγειρέψει, πόσο ακρίβυνε το σούπερ μάρκετ και πόσο θα έρθει ο λογαριασμός του ρεύματος που είναι αναμμένα τα aircondition όλη μέρα.
Να γυρνούσε λίγο πίσω τον χρόνο τότε που φορώντας το ψάθινο καπέλο, τις σαγιονάρες και το σορτσάκι της, ανέβαινε την ανηφόρα με ανυπομονησία περιμένοντας να δει το γαλάζιο της θάλασσας, να μυρίσει τα αντηλιακά και να ακούσει τις φωνές των παιδιών. Αυτό χρειάζεται…ένα καλοκαίρι αυθεντικό, ολόκληρο, γεμάτο ενθουσιασμό, ανεμελιά, γέλια και ανθρώπους που την φροντίζουν και την αγαπούν. Τελικά πραγματικό καλοκαίρι είναι να μην μετράς τις μέρες αντίστροφα, να σου φαίνεται ο χρόνος ατελείωτος, να παίζεις κάθε μέρα στην θάλασσα μέχρι που το δέρμα σου να "τσαλακώνεται" και να τρως ένα παγωτό Lucky Cap τα απογεύματα, χωρίς να σε νοιάζουν οι θερμίδες.