Αφροδίτη Δερματά
Έζησα μια εφηβεία πάρα πολύ έντονη. Από την πρώτη λυκείου και έπειτα ό,τι "λάθος" μου ερχόταν στο μυαλό, το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήμουν από τα παιδιά που αν δεν μου άρεσε το μάθημα δεν υπήρχε καμία περίπτωση να συγκεντρωθώ να το παρακολουθήσω, ούτε καν έκανα την προσπάθεια να κοιμηθώ με τα μάτια ανοιχτά, αντ’ αυτού «γεννούσα» ακατάπαυστα σαχλές ιδέες ώστε να καταπολεμήσω «δημιουργικά» την ανία μου. Οι καθηγητές μοίραζαν τιμωρίες αλλά η αθωότητα του προσώπου μου πάντα αποτελούσε δυνατό άλλοθι. Έτσι το γλυκό και ευγενικό μου προσωπάκι σε συνδυασμό με το μπλαζέ-αδιάφορο μου ύφος, με έσωσαν αρκετές φορές από αποβολές κι ας ήμουν ο εμπνευστής της βλακείας.
Όταν καμιά φορά βολτάρω στο παρελθόν και αναλογίζομαι τους συμμαθητές μου αισθάνομαι ότι ήμουν σαν την μύγα μέσα στο γάλα. Ο τότε εαυτός μου μου θυμίζει εκείνα τα καρτούν που κυκλοφορούσαν με ένα διαολάκι και ένα αγγελάκι πάνω από το κεφάλι τους. Εγώ το διαολάκι μου το κρατούσα σφιχτά από το χέρι. Ήμασταν αχώριστοι. Συνένοχες σε όλο αυτό ήταν φυσικά οι δυο κολλητές μου, άλλωστε «δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι».
Με την Κλαίρη στο Λύκειο καθόμασταν μαζί. Ακόμα ακούω το κακαριστό γέλιο της όταν κατά την διάρκεια του μαθήματος, της έριχνα το στυλό και καθώς έσκυβε να το πιάσει της κρατούσα το κεφάλι κάτω από το θρανίο. Φυσικά και την πλήρωνε η Κλαίρη και «έτρωγε» παρατήρηση από τους καθηγητές γιατί αντί να παρακολουθεί μάθημα γελούσε άνευ λόγου σκυμμένη κάτω από το θρανίο. Εγώ από την άλλη παρακολουθούσα με σοβαρότητα τον καθηγητή ενώ το δεξί μου χέρι πίεζε το κεφάλι της που αγωνιζόταν μάταια να επιστρέψει στην θέση του. Όταν οι γονείς μου πήγαιναν να ρωτήσουν την πρόοδο μου εξυπακούεται οτι την πλήρωνε η Κλαίρη. «Πανέξυπνη η κόρη σας, αλλά παρασύρεται από τις φίλες της» έβγαινε το πόρισμα από τους καθηγητές. Μου μετέφεραν οι γονείς μου την ενημέρωση και εγώ με την σειρά μου ενημέρωνα τις κολλητές και βρίσκαμε άλλον ένα λόγο για να γελάσουμε. Η Κλαίρη δυσανασχετούσε «Πως γίνεται ρε μαλάκα να σκαρφίζεσαι όλες τις χαζομάρες και στο τέλος να την πληρώνουμε εμείς…;».
Τότε φυσικά τα κινητά δεν υπήρχαν ούτε σαν ιδέα. Τα μικρά χαρτάκια με τα μηνύματα πήγαιναν και έρχονταν κατά την διάρκεια του μαθήματος. Κάποιες λέξεις τις είχαμε «ξαναβαφτίσει» ώστε σε περίπτωση που πέσει κανένα χαρτάκι στα χέρια των καθηγητών να μην εκτεθούμε. Το τσιγάρο το λέγαμε «κλειδί». Είχαμε άπειρα χαρτάκια με ατελείωτες συζητήσεις, όπου οργανωνόμαστε για το που θα πάμε να κάνουμε «κλειδί» στο διάλειμμα. Επίσης και τα αγόρια που γουστάραμε είχαν κωδικές ονομασίες που συνήθως ήταν κάποια βρισιά μιας και μας ταλαιπωρούσαν διαρκώς. Εκεί μέσα σε αυτά τα χαρτάκια που κυκλοφορούσαν την ώρα της χημείας, λύναμε όλα τα συναισθηματικά μας προβλήματα, κανονίζαμε την έξοδο του Σαββατόβραδου και λέγαμε αστεία για να σπάσουμε την μονοτονία του μαθήματος.
Στην Τρίτη Λυκείου γλίτωσα δυο φορές αποβολή. Την πρώτη λόγω τύχης, καπνίζαμε καμιά 20αριά άτομα πίσω από το σχολείο και ξαφνικά ήρθε επίσκεψη ο λυκειάρχης. «Τι έχουμε εδώ;» Ακούγεται η θυμωμένη φωνή του ξαφνικά. Οι συμμαθητές μου είχαν μείνει κάγκελο με τα τσιγάρα παγωμένα στα χέρια τους. Εγώ από την άλλη για καλή μου τύχη είχα σβήσει το τσιγάρο λίγα δευτερόλεπτα πριν και κοιτούσα με ύφος αθώο και συμπονετικό τους συμμαθητές που την είχαν πραγματικά «πατήσει». Ο λυκειάρχης μοίρασε σε όλους μια μέρα αποβολή και έφυγε βρίζοντας και αφριζοντας. Σε όλους εκτός από εμένα.
Την Δεύτερη φορά -πάλι στην Γ’ Λυκείου- κάναμε μια γιορτή αφιερωμένη στην Μελίνα Μερκούρη. Είμασταν σε μια μικρή αίθουσα και η χορωδία στην άκρη έδινε τον καλύτερο της εαυτό. «Ωραία τα τραγουδάκια αλλά δεν έχουν καθόλου πλάκα» σκέφτηκα βαριεστημένα και είπα να δώσω λίγο χρώμα στην μονότονη γιορτή. Αφού εντόπισα τον λυκειάρχη και διαπίστωσα ότι μπορώ να τον παρακολουθώ αλλά αυτός όχι, άρχισαν να τραγουδάω δυνατά σιγοντάροντας την χορωδία φαλτσάροντας έντονα . Όσοι κάθονταν δίπλα μου βρήκαν πολύ αστεία την παραφωνία της γιορτής και άρχισαν να συμμετέχουν στο φαλτσάρισμα. Σε πάρα πολύ λίγο η χορωδία είχε γίνει… παρωδία. Το θέμα ήταν ότι εγώ μπορούσα να παρακολουθώ τον λυκειάρχη έτσι όταν γυρνούσε το κεφάλι του να δει τι συμβαίνει και έχει πάει κατά διαόλου η γιορτή, σταματούσα αυτόματα να τραγουδάω και προσποιούμουν ότι παρακολουθούσα και απολάμβανα την σεμνή αυτή τελετή. Όταν με το καλό το event τελείωσε ο λυκειάρχης μάζεψε στο γραφείο του όλους όσοι συμμετείχαν με τις αγριοφωνάρες τους -χωρίς εντωμεταξύ να τους το έχει ζητήσει κανείς- και κατέστρεψαν την γιορτή και τους μοίρασε από δυο μερούλες αποβολή για να μάθουν να σέβονται και να μην παίρνουν τέτοιες πρωτοβουλίες. Εγώ πάλι την γλίτωσα.
Θα μπορούσα άνετα να γράψω ολόκληρο βιβλίο με τις τρέλες που έκανα στην εφηβεία και ο τίτλος θα ήταν «Επέζησα» διότι πραγματικά μπορεί να πήγαινα με το διαολάκι χέρι-χέρι αλλά σίγουρα ο φύλακας Άγγελός μου έβαλε το δικό του χέρι ώστε να καταφέρω να βγω ζωντανή από την παράνοια των εφηβικών ορμονών.
Γιατί λοιπόν αυτή η αναδρομή στα 90s; Εχθές το βράδυ ο 15χρονος γιός μου αποφοίτησε από το γυμνάσιο. Κατά τύχη καθόμουν μαζί με την τάξη του μιας και δεν είχε κάπου αλλού κενή καρέκλα. Παρεμπιπτόντως τρεις ώρες γιορτή, με ατελείωτες ομιλίες και διαλέξεις, κόντεψα να πεθάνω πάνω στην πλαστική καρέκλα, αν ήμουν 15 χρονών σίγουρα κάτι θα είχα σκαρφιστεί να περάσει πιο ευχάριστα η ώρα. Κάποια αγόρια το έκαναν, έβαλαν λίγο χιούμορ στην γιορτή και μαζί με τα χειροκροτήματα έκραζαν συντονισμένα κάποιους συμμαθητές, ή πετώντας έξυπνες ατάκες, δημιουργώντας την δική τους παραφωνία. Η καθηγήτρια τους, τους έκανε παρατήρηση ενώ παράλληλα αγωνιζόταν να μην γελάσει. Γελούσα κι εγώ βλέποντας τις πονηρές φάτσες τους εν δράσει.
Νιώθοντας την ανάγκη να συμμετέχω στις αταξίες τους για να αρχίσει να αποκτάει κάποιο ενδιαφέρον αυτή η γιορτή σκέφτηκα ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, όταν κάτι δεν με ενδιαφέρει αδυνατώ να το υποστώ. Τριάντα χρόνια μετά συνεχίζω να σιχαίνομαι τις διαλέξεις, αντιδράει το μέσα μου όταν πρέπει να συγκεντρωθώ σε κάτι δεν με αφορά, συνεχίζω να είμαι η μύγα μέσα στο γάλα και εκείνο το διαολάκι ακόμα μου κρατάει το χέρι σφιχτά. Εντούτοις πλέον, κάποιες φορές αισθάνομαι λίγη ζήλεια για όσους καταφέρνουν με πειθαρχία να υπομένουν στωικά την κουραστική άγευστη πραγματικότητα χωρίς να αντιδρούν, ήρεμα, χωρίς να υπάρχει ο πειρασμός του «πολύ ησυχία έχει πέσει, τώρα ήρθε η ώρα να ρίξουμε μερικά πυροτεχνήματα».
Εντωμεταξύ για να καταλήξω στην πηγή της έμπνευσης του εν λόγω κειμένου, πιστεύω ότι η διάρκεια των αποφοιτήσεων, όσο στωικός και να είσαι, πραγματικά δεν παλεύεται. Θεωρώ απαράδεκτο μια αποφοίτηση να κρατάει τρεις ώρες και κάτι, με ομιλίες και βραβεία επί των βραβείων. Δεν βλέπω κανένα λόγο που γίνεται αυτό και είμαι σίγουρη ότι σε αυτό συμφωνούν και τα παιδιά. Μια γιορτή αχρείαστη γεμάτη φαφλατάδικους και κουραστικούς λόγους χωρίς καμία ουσία. Μια γιορτή άκρως βασανιστική. Αν έπρεπε να διοργανώσω μια αποφοίτηση θα διαρκούσε μια ώρα το πολύ, θα είχε πολλή μουσική και θα έλεγα στα παιδιά ένα πράγμα... Η επιτυχία τελικά είναι να καταφέρετε να είσαστε ευτυχισμένοι, σας εύχομαι μέσα από την καρδιά μου να βρείτε τον δρόμο που θα σας οδηγήσει στην επιτυχία. ΤΕΛΟΣ.
Άλλωστε το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.