Αφροδίτη Δερματά
Eίχα την τύχη να γεννηθώ σε μια από τις ομορφότερες «γειτονιές» αυτού του πλανήτη, την επαρχία Ερμιονίδας. Πέρασα τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια μοιρασμένα ανάμεσα σε δυο χωριά, ένα παραθαλάσσιο, την Ερμιόνη και ένα ορεινό, το Ηλιόκαστρο. Διαφορετικoί τόποι, διαφορετικοί άνθρωποι. Στην Ερμιόνη ναυτικοί και ψαράδες, άνθρωποι ελεύθεροι, θαλασσινοί, που η επαφή με τους τουρίστες που έρχονταν τα καλοκαίρια διακοπές, τους έκανε πιο εξωστρεφείς και πιο ανοιχτόμυαλους από την άλλη στο Ηλιόκαστρο αγρότες και κτηνοτρόφοι, άνθρωποι που είχαν να δαμάσουν το χώμα και τα ζώα, πιο εσωστρεφείς και πιο σκληροί. Αγάπησα και τα δυο χωριά και τους ανθρώπους τους πολύ, αλλά η θάλασσα της Ερμιόνης όσο μεγάλωνα έκανε την καρδιά μου να σκιρτάει λίγο παραπάνω κάθε φορά που την αντίκριζα, έτσι της είχα λίγο μεγαλύτερη αδυναμία.
Τα μέρη αυτά μου χάρισαν χρόνια ευτυχισμένα και ανέμελα, εντούτοις τότε δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω πόσο ευλογημένη ήμουν που μεγάλωνα σε αυτόν τον τόπο και ήταν φορές που θύμωνα με τους γονείς μου που δεν δέχονταν να ζήσουμε στην φανταχτερή Αθήνα με τα θέατρα, τα σινεμά και τα λούνα παρκ. Τώρα καταλαβαίνω ότι εκεί που ζούσα πρωταγωνιστής ήμουν εγώ και οι περιπέτειές μου ήταν τόσες πολλές που δεν χρειαζόταν να βλέπω την ζωή κάποιων άλλων στην οθόνη ή στην σκηνή για να διασκεδάσω και να περάσω τον χρόνο μου. Λούνα παρκ επίσης, ήταν η ίδια η καθημερινότητά μου. Έζησα ελεύθερη αγνοώντας πλήρως τους κινδύνους που με περιβάλλανε και όταν κοιτάω πίσω στα χρόνια σκέφτομαι ότι από θαύμα υπάρχω ακόμα. Έτρωγα φρούτα, λαχανικά και λάδι από τα κτήματά μας, αβγά από τις κότες μας, χόρτα που μάζευε ο πατέρας μου από το βουνό και έπινα γάλα από τις κατσίκες μας. Λιχουδιές αγνές που τώρα κάποιος θα χρυσοπλήρωνε γι αυτές εγώ τότε τις είχα τσάμπα καθημερινά στο τραπέζι μου. Τριγυρνούσα με το ποδήλατό μου, ανέβαινα σε δέντρα κι έφτιαχνα δεντρόσπιτα, εξερευνούσα σπηλιές, έκανα πικνίκ στα δάση, συναντούσα αλεπούδες, σκαντζόχοιρους, φίδια και ποντίκια. Χαιρόμουν όταν έβρεχε πολύ και το ποτάμι του χωριού γέμιζε νερά και όταν ερχόταν η άνοιξη παρακολουθούσα με ενδιαφέρον τους γυρίνους να μεταμορφώνονται σε βατράχια. Τον χειμώνα όταν έκανε πολύ κρύο περίμενα πώς και πώς να ντυθεί το χωριό στα λευκά και άνοιγα με αγωνία το παράθυρο του δωματίου μου το πρωί προσδοκώντας να δω το τοπίο άσπρο. Πολλές φορές μπέρδευα τα λευκά άνθη της αμυγδαλιάς με χιόνι και πανηγύριζα άδικα. Έπαιζα ποδόσφαιρο στις αλάνες, μήλα, κυνηγητό και κρυφτό μέχρι αργά. Κρυβόμουν σε εγκαταλελειμμένα σπίτια, αυλές και οικοδομές, έχοντας παντελή άγνοια κινδύνου. Καμιά φορά έπαιζα και ξύλο και πετροπόλεμο και γυρνούσα στο σπίτι μέσα στα αίματα. Το σπίτι μου ήταν γεμάτο με παιχνίδια αλλά και βιβλία και ο πατέρας μου, λάτρης της ελληνικής ιστορίας, όταν ήμουν άτακτη και ήθελε να με συνετίσει, με έβαζε να διαβάσω την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή την Οδύσσεια. Ξεκινούσα το διάβασμα με δυσφορία και κλαίγοντας που έχανα το παιχνίδι και κατέληγα να κλείνω το βιβλίο απορροφημένη από τις ιστορίες και με αίσθημα ικανοποίησης για όλα τα ωραία που έμαθα.
Στην Ερμιόνη η ζωή ήταν διαφορετική, πιο νησιώτικη, πιο θαλασσινή, γεμάτη μακροβούτια, αλμυρά παιχνίδια, μάσκες, βατραχοπέδιλα, απόχες και κοχύλια, καράβια με κόσμο να πηγαινοέρχονται, θερινά σινεμά στην ταράτσα, χορωδίες με μαντολίνα, μικρές συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις στο λιμάνι. Περίμενα με αγωνία πότε θα έρθουν στο χωριό τα συγκρουόμενα ή το τσίρκο.
Πήγαινα εκδρομές στις Σπέτσες σε κάτι ανύπαντρες ξαδέρφες του πατέρα μου -το "ανύπαντρες" ήταν ντροπιαστικό για εκείνη την εποχή χαρακτηριστικό- που με κερνούσαν προς μεγάλη μου απογοήτευση γλυκό του κουταλιού σύκο, το οποίο δεν έτρωγα ποτέ, στην Ύδρα τριγυρνούσα στα σοκάκια τρώγοντας παγωτό και τα βράδια παρακολουθούσα παραστάσεις στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Τον χειμώνα πηγαίναμε εκδρομές στον Γαλατά και περνούσαμε με το βαρκάκι απέναντι στον Πόρο. Πάντα ζαλιζόμουν στις στροφές και γκρίνιαζα. Τον Ιούνιο πήγαινα στο πανηγύρι των Αγίων Αναργύρων, ενός όμορφου μοναστηριού λίγο έξω από την Ερμιόνη. Γινόταν χαμός από κόσμο και σχεδόν πάντα χανόμουν. Χανόμουν επίσης στην γιορτή της τουλίπας στα Δίδυμα και στην γιορτή του κρασιού στο Ηλιόκαστρο. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην ακουστεί το όνομά μου από τα μεγάφωνα. Όπου γιορτή, πανηγύρι και πολυκοσμία, εγώ κυκλοφορούσα χαμένη, με δάκρυα στα μάτια και προσπαθούσα να βρω την μάνα μου. Τα καλοκαίρια μου ήταν γεμάτα γιορτές, νησιώτικα, καλαματιανούς και τσάμικα, μαλλί της γριάς και καραμελάδες. Τον Σεπτέμβρη πηγαίναμε στο Ναύπλιο και στο Άργος και ψωνίζαμε τα σχολικά.
Μεγάλωσα, λοιπόν, σε ένα από τα πιο όμορφα μέρη της γης, έναν παράδεισο αγκαλιασμένο από θάλασσες, νησιά και βουνά. Το πράσινο με το μπλε, η φύση με το νερό, οι γλάροι με τους αετούς, τα ψάρια με τα κατσίκια, το τσάμικο με το νησιώτικο, η τραγωδία με την κωμωδία, οι Σπέτσες με την Ύδρα, το νέο με το αρχαίο, το Άργος με το Ναύπλιο, ο αγρότης με τον ψαρά έσμιξαν τα χρώματά τους και δημιούργησαν τον πρώτο πίνακα της ζωής μου. Τώρα πλέον αντιλαμβάνομαι ότι αυτός ο πίνακας ήταν ένα αριστούργημα γεμάτο αντιθέσεις και νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη που είχα την τύχη να τριγυρνάω μέσα σ' αυτόν. Θα μου πεις "Τι σε έπιασε Παρασκευή πρωί και γιατί τα θυμήθηκες όλα αυτά;". Απλώς νοσταλγώ, ανυπομονώ, καρδιοχτυπώ για να ξαναβρεθώ πάλι μέσα στον πίνακά μου. Μετράω τις μέρες αντίστροφα και η καρδιά μου σπαρταρά, αποζητά να γυρίσει έστω για λίγο στον παράδεισό της. Μπορεί να λείπει πλέον το στοιχείο της ανεμελιάς αλλά το χτυποκάρδι όσο περνούν τα χρόνια γίνεται πιο έντονο και πιο δυνατό. Κοιτάω το ημερολόγιο, κοιτάω το ρολόι και, αν και δεν μ' αρέσει να το κάνω αυτό, μετράω τον χρόνο αντίστροφα. Κι ας είναι τα χρώματα πια ξεθωριασμένα, κι ας έφυγαν κάποιοι άνθρωποι από τον πίνακα κι ας έκλεισαν με πόνο κάποιοι κύκλοι, αδημονώ να ξαναβρεθώ εκεί...