Αφροδίτη Δερματά
Το απόγευμα του Σαββάτου μας βρίσκει με τον Δημήτρη ξαπλωμένους στο πάτωμα. Είμαστε ξεκούραστοι διότι το πρωί ξυπνήσαμε ότι ώρα θέλαμε. Αύριο είναι Κυριακή δεν έχουμε υποχρεώσεις παρά μόνο να πάμε στην πρωινή λειτουργία. Έτσι παραδινόμαστε άνευ όρων στην χαλαρότητα της όμορφης αυτής μέρας. Είναι χειμώνας και το χοντρό χαλί, μας κάνει να αισθανόμαστε θαλπωρή και ηρεμία. Πάντα λάτρευα τα χοντρά χαλιά. Με το που ερχόταν το φθινόπωρο και τα στρώναμε, δεν ξανακαθόμουν σε καρέκλα. Έβγαζα όλο τον χειμώνα καθισμένη κάτω.
Μου αρέσει ο Δημήτρης, του αρέσω κι εγώ. Ίσως να είμαι λίγο «τσιμπημένη» μαζί του, αυτός νομίζω είναι πολύ. Μιλάμε περί ανέμων και υδάτων αλλά δεν κοιταζόμαστε, το βλέμμα μας είναι μονίμως καρφωμένο στο ταβάνι. Δεν χρειάζεται καν να κοιταζόμαστε. Ένα περίεργο πράγμα, δεν νιώθουμε ποτέ αυτή την ανάγκη. Με τον Δημήτρη ακόμα και όταν είμαστε καθιστοί ο ένας απέναντι από τον άλλον, πάντα με κάτι απασχολούμε τα χέρια μας και σπανίως διασταυρώνονται τα βλέμματα μας. Του λέω αστεία κι αυτός γελάει κελαριστά, ανταποδίδει τα αστεία και γελάω κι εγώ. Τα μάγουλα μας γίνονται κατακόκκινα. Έχει πλάκα ο Δημήτρης…μ’ αρέσει και για αυτόν τον λόγο. Είναι καστανόξανθος, έχει κάπως κυματιστά μαλλιά, τα χαρακτηριστικά του είναι ομοιόμορφα, είναι λίγο πιο μικρός και πιό κοντός από εμένα και το κυριότερο…τον λένε Δημήτρη ένα από τα πιο αγαπημένα μου ονόματα. Περνάμε ωραία μαζί. Δεν τσακωνόμαστε ποτέ, συζητάμε και γελάμε συνεχώς. Του προτείνω να βάλουμε κάτι να ακούσουμε και δέχεται με ενθουσιασμό. Του φέρνω δυο βιβλία να διαβάσουμε και το δέχεται και αυτό. Γενικά ότι του προτείνω του αρέσει πολύ και εμένα μ’ αρέσει που με ακολουθεί και βρίσκει τις ιδέες καταπληκτικές. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα, μπαίνει με φόρα μέσα ο μικρός του αδερφός. Σκουντουφλάει και πέφτει πάνω μας. Ο Δημήτρης θυμωμένος που μας χάλασε αυτή την όμορφη στιγμή τον βγάζει άγαρμπα , σχεδόν σηκωτό, έξω από το δωμάτιο. Αυτός χτυπάει με μανία την πόρτα, προσπαθεί να ξαναμπεί αλλά ο Δημήτρης βάζει κόντρα στην πόρτα για να μην μπορεί να ανοίξει. Μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες και αφού παίρνει απόφαση ότι δεν θα καταφέρει να ανοίξει, φεύγει και μας αφήνει στην ησυχία μας. Αχ ο Δημήτρης μου εκτός από ωραίο όνομα έχει και πολύ δύναμη τελικά.
Μου προτείνει να σηκωθούμε και να κάτσουμε στο μικρό τραπεζάκι που είναι απέναντι μας και δέχομαι μετά χαράς. Φαίνεται σοβαρός. Κοιτάμε και οι δυο κάτω και χαϊδεύουμε απαλά με τους δείκτες μας τους ζωγραφισμένους πράσινους ρόμβους του μικρού τραπεζιού. Φαντάζομαι ότι οι γραμμές των ρόμβων είναι ποτάμια και τα δάχτυλά μας βάρκες, νομίζω ότι και αυτός φαντάζετε ακριβώς το ίδιο. Κάποια στιγμή τα δάχτυλα μας συγκρούονται και γελάμε. Οι βάρκες της φαντασίας μας τρυπάνε από την σύγκρουση, μπάζουν νερά και αρχίζουν και βουλιάζουν. «Θέλεις να παντρευτούμε;» με ρωτάει κοιτώντας το δάχτυλό του που αγγίζει τον ρόμβο. «Είμαι μικρή ακόμα» του απαντάω. «Καλά όταν μεγαλώσουμε τότε» αντιτείνει . «Τι δουλειά θα κάνεις όταν θα μεγαλώσουμε;» τον ρωτάω και παρατείνω την αγωνία του για το πολυπόθητο «Ναι». «Αστροναύτης» μου απαντάει. «Θα με αφήνεις μόνη μου, θα πρέπει να σε περιμένω συνεχώς, να γυρίσεις από τα ταξίδια σου στο διάστημα, δεν μ’ αρέσει αυτό το επάγγελμα» δηλώνω κατηγορηματικά. Αυτός συνεχίζει την προσπάθεια του να με πείσει. «Τι θες να γίνω τότε;» με ρωτάει υποταγμένος προκαταβολικά στις επιθυμίες της μελλοντικής συζύγου του. «Γιατρός ή δικηγόρος για να έχουμε πολλά λεφτά» απαντάω με σιγουριά. «Εντάξει θα γίνω» μου απαντάει και ο γάμος κατοχυρώνεται.
«Δημήτρη φεύγουμε» ακούγεται η μαμά του από κάτω. Με αποχαιρετάει με σκυμμένο το κεφάλι και αποχωρεί απογοητευμένος που μας έκοψαν πάνω στο καλύτερο. Η βάρκα μου ξαναεμφανίζεται μαγικά πάνω στο τραπέζι και συνεχίζει την βόλτα της πάνω στους πράσινους ρόμβους. Καθώς την οδηγώ χαμογελάω ικανοποιημένη με τους όρους της συμφωνίας που μόλις έκλεισα. Πέφτω με δύναμη στο χαλί και κοιτάω το ταβάνι, ακούω την μάνα μου που ανεβαίνει τα σκαλιά, χαλαρώνω κλείνω τα μάτια μου και προσποιούμε ότι πέθανα. Ελπίζω να μην γελάσω...να με δει και να πανικοβληθεί…για να μάθει που με μάλωσε το πρωί.