Αφροδίτη Δερματά
Ανοίγει τα μάτια της και κοιτάει τις μισάνοιχτες γρίλιες του παραθύρου. Σκοτάδι έξω. Στρέφει το κεφάλι της στο κομοδίνο, το κουρδιστό ρολόι δείχνει τέσσερις και τριάντα. Είναι ακόμα ξημερώματα. Νιώθει χορτάτη από ύπνο αλλά το σώμα της είναι βαρύ, δεν έχει δύναμη να σηκωθεί από το κρεβάτι. Και να σηκωθεί τι θα κάνει, πως θα περάσει τον ατελείωτα μοναχικό της χρόνο; Πως θα σκοτώσει την βαριά της μέρα; Χαζεύει το σκοτάδι που παραμονεύει έξω από το παράθυρο της και καταφεύγει και πάλι στο παρελθόν. Τελευταία τα νοερά ταξίδια στο παρελθόν είναι η παρηγοριά της. Θυμάται τους γονείς της, την μάνα της. Έχει 15 χρόνια που την έχει χάσει. Πόσο πολύ της έχει λείψει η αγκαλιά της και τα τρυφερά της λόγια. Οι κουβέντες της, τα νόστιμα φαγητά της ακόμα και οι τσακωμοί τους. Πόσο θα ήθελε να ήταν για λίγο παιδί στην αγκαλιά της. Σκέφτεται τον άντρα της που έφυγε από την ζωή πριν πέντε χρόνια. Θυμάται το πρώτο τους ραντεβού και τον γάμο τους! Πόσο όμορφος ήταν και πόσο ερωτευμένη ήταν μαζί του. Έπειτα σκέφτεται τον γιό της. Τον θυμάται μωρό να τον κοιμίζει με ένα παλιό νανούρισμα που της τραγουδούσε η γιαγιά της. Ποιος να της έλεγε ότι μεγαλώνοντας θα την εγκατέλειπε έτσι άκαρδα. Έχει σχεδόν δυο χρόνια να μάθει νέα του. Σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάτια της. Οι πρώτες αχτίδες ήλιου τρυπώνουν στο δωμάτιο. Αποφασίζει να σηκωθεί. Βάζει δύναμη και με έναν αναστεναγμό σηκώνει το βαρύ της σώμα με κόπο, από το κρεβάτι. Κάθεται στο πλάι και πατάει στο πάτωμα αναζητώντας με τις πατούσες της τις παντόφλες της. Τις φοράει και κατευθύνεται αργά προς το μπάνιο. Πλένεται κοιτώντας το γεμάτο ρυτίδες πρόσωπο της στον καθρέφτη. Όταν ήταν νέα ήταν πολύ όμορφη, τα κάποτε μεγάλα λαμπερά μάτια της πλέον κρύβονται από τα βαριά πεσμένα της βλέφαρα, τα κάποτε μεγάλα και τα σαρκώδη χείλη της πλέον είναι άδεια και περικυκλωμένα από ρυτίδες, τα μαύρα μαλλιά της έγιναν άσπρα. Αναστενάζει, σκουπίζει το πρόσωπο της και διασχίζει το χωλ σπάζοντας με τα βήματα της την θλιβερή σιωπή που περιβάλλει τον χώρο. Κατευθύνεται προς την κουζίνα. Πατάει το ραδιοφωνάκι της να ανοίξει και βάζει το νερό να βράσει. Άλλη μια μέρα ίδια με την χθεσινή. Ίδιες κινήσεις, ίδια μοναξιά. Κοιτάει έξω από το παράθυρο και βλέπει τα λουλούδια στον κήπο της. Δεν έχει κουράγιο να τα φροντίσει και μαράθηκαν κι αυτά. Παίρνει το φλυτζάνι με το τσάι και κατευθύνεται στο σαλόνι. Κάθεται στην κουνιστή πολυθρόνα, ακουμπάει το τσάι στο βοηθητικό τραπεζάκι και αρχίζει να κουνιέται χαζεύοντας έξω από το παράθυρο. « Άραγε πόσα κουνήματα θα χρειαστούν για τελειώσει κι αυτή η μέρα;» Αναρωτιέται. Kλείνει τα μάτια της. Πνίγεται στην μοναξιά της. Βλέπει πάλι την μάνα της. Θυμάται μια εκδρομή που είχαν πάει όταν ήταν μικρό κοριτσάκι. Είχαν στρώσει ένα σεντόνι κάτω στο χορτάρι, είχαν φάει τα σάντουιτς τους και ξαπλωμένες δίπλα δίπλα κοιτούσαν τον ουρανό. Έβλεπαν τα σύννεφα να περνάνε και να παίρνουν διάφορα σχήματα. Η μαμά της κάποια στιγμή γυρνάει και αρχίζει να την γαργαλάει. Η ανάσα της αρχίζει να κόβεται από το έντονο γέλιο. Την παρακαλάει να σταματήσει αλλά αυτή δεν ακούει. Η ανάσα της κόβεται, βγαίνουν δάκρυα από τα μάτια της. Γελάει ασταμάτητα, μέχρι που μέσα από τα γάργαρα γέλια της δραπετεύει και η τελευταία της αναπνοή.
Οι πυροσβέστες διασχίζουν τον κήπο που έχει μεταμορφωθεί σε ζούγκλα. Χτυπάνε το κουδούνι επίμονα. Οι γείτονες λέει έχουν καιρό να δουν ζωή σε αυτό το σπίτι. Σπάνε την πόρτα και μπαίνουν μέσα στο σπίτι. Την βρίσκουν στην καρέκλα και το μόνο που έχει μείνει από αυτήν είναι η σκιά από το χαμόγελο της. Δυο χρόνια τώρα δεν την αναζήτησε κανείς. Την σκότωσε η μοναξιά.
Η 70χρονη Μαρινέλα Μπερέτα ζούσε μόνη της κοντά στη Λίμνη Κόμο στη Λομβαρδία. Το αποσυντεθημένο σώμα της βρέθηκε μόλις την περασμένη Παρασκευή από πυροσβέστες. Υπολογίζεται ότι αποχαιρέτησε τα εγκόσμια κάπου προς το τέλος του 2019, με βάση την έκταση της αποσύνθεσης του σώματος της. Η Έλενα Μπονέτι, υπουργός οικογένειας και ίσων ευκαιριών της Ιταλίας, θρήνησε τον μοναχικό θάνατο της Μπερέτα. «Αυτό που συνέβη στη Μαρινέλλα Μπερέτα στο Κόμο, η ξεχασμένη μοναξιά, πληγώνει τις συνειδήσεις μας», είπε. «Το να θυμόμαστε την ύπαρξή της είναι καθήκον μιας κοινότητας που θέλει να παραμείνει ενωμένη».