Αφροδίτη Δερματά
Βράδια σαν κι αυτό αισθάνομαι ότι δεν διαφέρω ιδιαίτερα από την «ηρωϊδα» του Λουκιανού Κηλαηδόνη, Μαίρη Παναγιωταρά που μεσουράνησε στα ραδιόφωνα την δεκαετία του 80 και ότι χαλαρά το τραγούδι της Μαίρης σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να μετονομαστεί σε τραγούδι της Αφροδίτης. Σήμερα λοιπόν το απόγευμα μου δεν διέφερε ιδιαίτερα από ένα απόγευμα της Μαίρης. Σχόλασα στις 6, ξεπάραρκαρα το αυτοκίνητο και πήγα στο super market του mall. Έκανα τα ψώνια της εβδομάδας, τα κουβάλησα στο αυτοκίνητο, επέστρεψα το καρότσι πίσω και ξεκίνησα για το σπίτι μου. Στο δρόμο θυμήθηκα ότι δεν έχω στείλει μήνυμα στο 8998. Σταμάτησα σε μια άκρη του δρόμου και έστειλα. Μετά από πέντε λεπτά περίπου με σταμάτησε η αστυνομία για έλεγχο. Τι τύχη ήταν αυτή…; Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα μπορούσα να είχα ξεχαστεί και να είχα πληρώσει τώρα τα μαλλιοκέφαλα μου. Κατηφορίζω πανευτυχής και κάπως μουδιασμένη με ύφος «φτηνά την γλίτωσα» την Σπύρου Κυπριανού, στρίβω στην Στροβόλου και μετά από λίγο παρκάρω σπίτι μου. Ξεφορτώνω τις τσάντες από το αυτοκίνητο, τακτοποιώ τα ψώνια, και ξεκινάω το μαγείρεμα. Το μενού περιλαμβάνει παστίτσιο για αύριο και μεθαύριο γιατί θα δουλεύω και δεν θα προλάβω να τους μαγειρέψω, τραχανά παραγγελία του μικρού που δεν έφαγε καλά το μεσημέρι και σαλάτα για εμένα. Η κουζίνα έχει πάρει φωτιά κάθε «μάτι» έχει πάνω και από μια κατσαρόλα. Το μεσημέρι εντωμεταξύ είχα φτιάξει πρασόρυζο κανένας δεν ενδιαφέρεται όμως γι αυτό το ταπεινό φαγητάκι και ειδικά αν είναι μεσημεριανό ξινό σταφύλι. Σε πολύ λίγο η κουζίνα μοιάζει με βομβαρδισμένη. Κατσαρόλες, μπολ, κουτάλες, χαρτιά, κουτάκια, σακούλες περιμένουν με θράσος στον πάγκο. Ξεκινάω την λάντζα, παράλληλα μιλάω με τον μικρό μου αδερφό στο τηλέφωνο ο οποίος νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί με κάποιον τα προβλήματα του. Βάζω το παστίτσιο στο φούρνο, ετοιμάζω την σαλάτα μου και σερβίρω. Ο κουζινομαραθώνιος τελειώνει. Γεμίζω το ποτήρι μου λευκό παγωμένο κρασί και κάθομαι στον υπολογιστή. Αναρωτιέμαι ποιο να είναι το blog μου για αύριο. Έχω ανάγκη να αποφορτιστώ από την μέρα η οποία στο υπόλοιπο μισό της ήταν εξίσου κουραστική αλλά σε πνευματικό επίπεδο. Αποφασίζω λοιπόν να γράψω το σημερινό ημερολόγιο μου. Άλλωστε δεν έχω το κουράγιο για κάτι πιο «βαρύ».
Η μέρα έχει σχεδόν τελειώσει και το σπίτι μυρίζει παστίτσιο. Σαφώς και θα προτιμούσα να είχα αράξει στον καναπέ όλο το απόγευμα και θα μπορούσα χαλαρά να ζήσω και χωρίς την μυρωδιά του παστίτσιου να πλανιέται στον χώρο, αλλά δεν γινόταν. Την εποχή προ κορονοϊού ήταν όλες οι μέρες μου κάπως έτσι. Πέρσι τέτοια εποχή ξυπνούσα στις έξι ετοίμαζα τα πάντα, επτά και τέταρτο πήγαινα τα παιδιά σχολείο και καθώς οδηγούσα ένιωθα ότι ήθελα να γίνει μια μεγάλη αλλαγή ώστε να σταματήσω να ζω την Μέρα της Μαρμότας. Κάθε μέρα κοιτούσα βαριεστημένα τα αυτοκίνητα μποτιλιαρισμένα στο δρόμο και σκεφτόμουν το ίδιο πράγμα. Λίγες μέρες μετά μπήκαμε σε καραντίνα. Ένιωσα λίγο τύψεις για τις αρνητικές σκέψεις μου, λες και το προκάλεσα εγώ όλο αυτό. Και τι γίνεται όταν όλα γύρω σου σταματάνε να κινούνται κι εσύ είσαι από την φύση σου ασταμάτητος; Τι γίνεται όταν πας να βάλεις για ύπνο την Μαίρη Παναγιωταρά που ζει μέσα σου και αυτή αντιστέκεται; Την αφήνεις να περιπλανιέται μέσα στον χώρο άνευ λόγου και αιτίας. Γιατί μην την ακούς που γκρινιάζει. Καταβάθος της αρέσει αυτός ο ασταμάτητος καθημερινός στροβιλισμός…έτσι για να νιώθει ότι ζει.
Υγ. Και μέσα σε όλα αυτά να έχεις και τον μικρό να σου λέει «ΜΗ ΜΕ ΛΕΣ ΖΟΥΖΟΥΝΑΚΙ ΜΟΥ, ΜΕΓΑΛΩΣΑ» . Τι θα πει μεγάλωσες ρε; Και 100 χρονών να γίνεις θα είσαι το ζουζουνάκι μου. Τέλος.