To αλκοόλ ρέει άφθονο στο αίμα μου. Κυκλοφορώ χαμένη στην πόλη που μοιάζει με ένα τεράστιο λούνα παρκ λουσμένο με φώτα και μουσικές. Δεν έχω λεφτά, δεν έχω κινητό, το μόνο που κουβαλάω πάνω μου είναι ένα σπαθί δεμένο σε μια θήκη στην πλάτη μου και ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι μαυροδάφνη. Περπατάω τρεκλίζοντας, όποτε ακούω κάποιο τραγούδι που μου αρέσει αυθόρμητα χορεύω μέσα στη μέση του δρόμου και όποτε βλέπω αστυνομικό τον πλησιάζω με ύφος Ορέστη Μακρή, τον φιλάω στο μάγουλο, τον ενημερώνω ότι δεν πειράζει που ειναι αστυνομικός, δεν είναι κακός άνθρωπος και τον ρωτάω πως θα πάω στο σπίτι μου. Οι περισσότεροι γελάνε. Αδυνατούν να με βοηθήσουν. Δεν έχω καμία σοβαρή πληροφορία να τους δώσω, δεν θυμάμαι την διεύθυνση δεν θυμάμαι κανένα χαρακτηριστικό και γενικά δεν θυμάμαι τίποτα. Με το ζόρι θυμάμαι το όνομα μου. Έχω ξεμείνει και από τσιγάρα. Κάποιες φορές ζητάω από τους περαστικούς άλλες φορές δεν ζητάω καν απλά τους αρπάζω από το χέρι αυτό που καπνίζουν. Τους λέω ευχαριστώ και τρέχω. Νιώθω ότι ζω την απόλυτη ευτυχία, είμαι ελεύθερη, μπορώ να κάνω ότι θέλω, ότι μου έρθει στο μυαλό, δεν με νοιάζει η γνώμη κανενός, δεν φοβάμαι τίποτα δεν ελπίζω τίποτα. Εδώ που τα λέμε το μόνο που Φοβάμαι είναι μήπως και δεν ξαναβρώ το σπίτι που μένω και το μόνο που Ελπίζω είναι να το βρω φαγητό γιατί νυχτώνει και έχω αρχίσει και πεινάω. Το πολύχρωμο πλήθος μοιάζει με ένα τεράστιο κύμα, βουτάω μέσα του και παρασύρομαι στον γιορτινό ρυθμό του. Χορεύω με κότες, μιλάω με στρουμφάκια, πετάω παρέα με μέλισσες, αλλά η μεγάλη μου αδυναμία είναι οι αστυνομικοί. Όπου τους βρω πάω και τους αγκαλιάζω. «Τι καλοί άνθρωποι!» σκέφτομαι. Τους παίρνω τα πηλήκια τα φοράω, ζορίζονται αλλά γελάνε…
Φοράω ένα μαύρο φράκο, ένα μαύρο στενό μπλουζάκι, μια σκωτσέζικη κόκκινη κοντή φούστα, μαύρο καλσόν και αθλητικά. Η θήκη του σπαθιού μου είναι δεμένη χιαστή. Όταν αισθάνομαι ότι υπάρχει κίνδυνος το βγάζω και σχίζω τον αέρα απειλητικά. Όσο περνάει η ώρα η κατάσταση δυσκολεύει. Πίνω ασταμάτητα από το πρωί. Αντί για καφέ ήπια μαυροδάφνη, αντί για νερό ήπια μαυροδάφνη, αντί να φάω φαγητό ήπια μαυροδάφνη. Το μπουκάλι έχει γίνει απλά η προέκταση του χεριού μου και έχω να φάω 7 ώρες. Σταματάω στον πάγκο με τα σουβλάκια μου τρέχουν τα σάλια, περιμένω στην ουρά και όταν έρχεται η σειρά μου παίρνω ύφος ζητιάνας και παρακαλάω τον ψήστη να μου χαρίσει ένα σουβλάκι. Του εξηγώ ότι δεν κρατάω πάνω μου λεφτά, ότι έχω χαθεί και ότι λιμοκτονώ. Με κερνάει χαμογελώντας χωρίς ίχνος δισταγμού. Όχι ένα αλλά δυο. Ευχαριστώ τον συμπαθέστατο κυριούλη και φεύγω χαρούμενη τρώγοντας λαίμαργα τα χαρισμένα καλαμάκια μου. Ξαφνικά συναντώ μια παρέα λαγών. Τους παρακαλώ να με κάνουν φίλη τους γιατί έχω χάσει τους δικούς μου φίλους και αυτοί γελώντας με καλωσορίζουν στην παρέα τους και μου υπόσχονται ότι θα μου βρουν το σπίτι που μένω. Τριγυρνάμε πλέον με σκοπό στην πόλη ενώ παράλληλα χορεύουμε και πειράζουμε τον κόσμο. Μοιάζει σαν να είμαστε φίλοι χρόνια και ας τους έχω γνωρίσει πριν μισή ώρα. Με κερνάνε από το μπουκάλι τους μιας και το δικό μου έχει τελειώσει. Δεν λέω όχι. Η ώρα περνάει, έχει νυχτώσει για τα καλά. Δεν ξέρω πως, τι είπα, πως τους βοήθησα, αν ήταν τυχαίο, ξαφνικά βρισκόμαστε έξω από την πολυκατοικία που μένω. Ενθουσιάζομαι, έτσι όπως πήγαινε νόμιζα πως θα κοιμηθώ στον δ΄ρόμο. Με αγκαλιάζουν και με χαιρετάνε. Ένας ψηλός από την παρέα με ρωτάει τι έχω ντυθεί… «Θα πρέπει να λύσεις τον γρίφο» του απαντάω. Τον βλέπω ότι ζορίζεται και του δίνω την απάντηση! «Φράκο + Σκωτσέζικη φούστα + σπαθί! Όλα μαζί;; ΦΡΑ-ΓΚΟ-ΦΟΝΙΑΣ». Κάνω μια στροφή γύρω από τον εαυτό μου, υποκλίνομαι τους αποχαιρετώ και μπαίνω στην πολυκατοικία. Απομακρύνομαι αφήνοντας πίσω μου τα χαχανητά τους.
Έχουν περάσει 24 χρόνια από εκείνο το καρναβάλι στην Πάτρα. Για πολύ καιρό όποτε παρακολουθούσα την παρέλαση στην τηλεόραση ένιωθα ένα σφίξιμο στο στομάχι και ένα αίσθημα ζήλιας να με κατακλύζει που δεν μπορούσα να είμαι εκεί.
Σκέφτομαι πως εκείνο το αξέχαστο μεθυσμένο απόγευμα, που δεν είχα λεφτά, που δεν είχα κινητό, που δεν είχα κάποιον να ακολουθώ, που δεν με ένοιαζε η γνώμη του κόσμου, που ήμουν λίγο ζαλισμένη, ίσως να ήταν το πιο ατίθασα Ελεύθερο απόγευμα της ζωής μου…
Κάνε ό,τι θέλεις. Ο Κόσμος αυτός είναι φανταστικός και έχει φτιαχτεί από αντιφάσεις. Γουίλιαμ Μπλέικ