Αφροδίτη Δερματά
«Eπιτέλους Σάββατο!» σκέφτεται βάζοντας προσεκτικά το κόκκινο κραγιόν της. « Ε και;» έρχεται μια δεύτερη σκέψη που αναιρεί τον ενθουσιασμό που φέρνει η πρώτη. Οι σκέψεις της διακόπτονται από την 8χρονη κόρη της. Μπαίνει στο μπάνιο και την ενημερώνει γκρινιάζοντας ότι την ενοχλεί το καλσόν και ότι θέλει να το βγάλει. Προσπαθεί να την πείσει να το κρατήσει, Σαββατόβραδο είναι, μην βγουν έξω με τις φόρμες. Το κοριτσάκι κατσουφιάζει αλλά δέχεται. Ο γιός της ξαπλωμένος στο καναπέ παίζει με το κινητό. «Κάηκες πια» του λέει, «έχει 5 ώρες που δεν έχεις σηκώσει κεφάλι από αυτό το μαραφέτι». Ούτε και τώρα σήκωσε, ούτε καν έδωσε σημασία στην παρατήρηση της μάνας του. Θα ήθελε να μείνει σπίτι, τις βαριέται πλέον τις ταβέρνες, αλλά δεν του έδωσαν την επιλογή. Έντεκα χρονών με το ένα πόδι στην εφηβεία, μισεί να βγαίνει με τους γονείς του. Ευτυχώς το κινητό του του δίνει καταφύγιο αυτές τις βαρετές στιγμές.
Μπαίνουν στο αυτοκίνητο, αυτή ανοίγει την ένταση του ραδιοφώνου και ψάχνει για σταθμό. Τα παιδιά της ζητάνε να το κλείσει. Λες και της την έχουν στημένη, κάθε φορά που πάει να περάσει καλά εναντιώνονται και την αποτρέπουν. Λες και υπάρχει ένας άγραφος νόμος όπου οι μαμάδες δεν πρέπει να ακούνε μουσική που τους αρέσει, δεν πρέπει να τραγουδάνε και γενικά δεν πρέπει να διασκεδάζουν. Την ενημερώνουν ότι δεν τους αρέσουν οι επιλογές της. Αυτή συμβιβάζεται αλλά αποφασίζει ότι δεν θα χαλάσει την διάθεση της και απλά χαμηλώνει λίγο την ένταση. Πάει να τραγουδήσει αλλά και αυτό τα ενοχλεί. Της ξανακάνουν παρατήρηση, καταπιέζει την ανάγκη της και κοιτάει απλά έξω από το παράθυρο μουρμουρίζοντας μελωδικά. Σε λίγο παρκάρουν έξω από το μαγαζί. Βγαίνουν έξω με τον άντρα της και ανοίγουν τις πόρτες στα παιδιά. Αυτός προηγείται, ακολουθεί ο γιός της και πίσω αυτή περπατάει κρατώντας το χέρι της μικρής. Η μουσική, όσο πλησιάζουν στο μαγαζί, γίνεται όλο και πιο έντονη. Η πόρτα ανοίγει, στα δεξιά τους είναι στημένο το συγκρότημα. Η επίθεση που δέχεται από αγαπημένους της στίχους ζωγραφίζουν στα χείλη της ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο. Ο άντρας της εντοπίζει ένα γωνιακό απομονωμένο τραπέζι και κατευθύνεται προς τα εκεί. Ακολουθούν. Κάθονται και οι τέσσερις κάτω και βγάζουν τα κινητά τους. Ο μικρός παίζει ασταμάτητα και ο άντρας μπαίνει στο facebook. Κάποιοι θαμώνες σηκώνονται και αρχίζουν τις γυροβολιές. Αυτή είναι με την πλάτη στην «πίστα». Δεν έχει άλλη επιλογή, ανοίγει κι αυτή το κινητό, προτιμάει να σερφάρει από το να κοιτάει τον «απασχολημένο» σύζυγο και τον τοίχο. Σε πολύ λίγο οι μεζέδες «προσγειώνονται» στο τραπέζι τους. Αφήνουν όλοι τα κινητά στην άκρη και πέφτουν με τα μούτρα στο φαγητό. Η ώρα πάει 11. Τα παιδιά διαμαρτύρονται ότι νυστάζουν. Το αγόρι ξαπλώνει στα πόδια του πατέρα και το κορίτσι στα πόδια της. Η μουσική τους περιβάλλει αλλά στο τραπέζι επικρατεί σιωπή. Κανείς εδώ δεν τραγουδά κανένας δεν χορεύει…ερμηνεύει η αοιδός και είναι σαν να το αφιερώνει στο γωνιακό απόμερο τραπέζι. Αυτή κοιτάει μελαγχολικά το κενό ψιθυρίζοντας τους στίχους και αυτός σερφάρει στο ίντερνετ. Τα παιδιά κοιμούνται για τα καλά. Μισή ώρα αργότερα, ρίχνουν μια συνωμοτική ματιά και ξυπνάνε τα παιδιά για να φύγουν.
Ξαπλωμένη στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού τους χαζεύει το κινητό της. Ξαπλωμένος στην δεξιά πλευρά του κρεβατιού τους χαζεύει το κινητό του. Καληνύχτα του λέει, καληνύχτα της απαντάει…
ΥΓ. Βασίζεται σε αληθινές, καθημερινές ιστορίες