Αφροδίτη Δερματά
Τα κρεβάτια είναι καλοστρωμένα με δυο γκρι κουβερλί με μικρούς κόκκινους και μαύρους ρόμβους. Οι άκρες τους είναι γυρισμένες νοικοκυρεμένα και τα δάχτυλα μου χαϊδεύουν τα μαύρα κρόσσια που έχουν στις άκρες τους. Όταν έρχεται η γιαγιά μου στο σπίτι, όλα είναι τακτοποιημένα στην εντέλεια, συμμαζεμένα και πεντακάθαρα. Κοιτάω έξω από το παράθυρο, ο καιρός είναι συννεφιασμένος, φυσάει και ψιλοβρέχει. Η αμυγδαλιά πηγαινοέρχεται παραδομένη στην μανία του αέρα. Τα καλοριφέρ είναι αναμμένα, εγώ φοράω μια κόκκινη μάλλινη ρόμπα, και από μέσα μια καρό σκωτσέζικη φούστα που μου αγόρασε η θεία μου από την Γαλλία , λευκό χοντρό καλσόν, ένα μπεζ πουλόβερ και από μέσα ένα άσπρο ζιβάγκο που βασανίζει τον λαιμό μου και μου προκαλεί φαγούρα και κόκκινες δερμάτινες παντόφλες με γούνα από μέσα. Αναρωτιέμαι με ύφος βασανισμένο γιατί με ντύνουν πάντα σαν κρεμμύδι, αφού δεν κρυώνω.
Είναι παραμονές Χριστουγέννων, το σπίτι μοσχοβολάει φαγητά και γλυκά. Η μάνα μου με την γιαγιά μου δίνουν μάχες στην κουζίνα από το πρωί. Ο φούρνος ανοιγοκλείνει, ταψιά πλένονται ετοιμάζονται και ξαναπαίρνουν θέση στην πρώτη γραμμή της μάχης, τα αλεύρια δαμάζονται περίτεχνα, πλάθονται και μεταμορφώνονται με τα έμπειρα χέρια τους. Παίρνω από το ράφι ένα βιβλίο και το χνουδωτό μου λαγουδάκι και ξαπλώνω στο κρεβάτι και χαζεύω τις εικόνες. Κοιτάω τα υπόλοιπα κουκλιά που κάθονται στο ράφι. Νομίζω ότι με κοιτάνε με παράπονο και νιώθω τύψεις που τα άφησα μόνα τους. Σηκώνομαι και τα μεταφέρω δίπλα μου στο κρεβάτι. Τα βάζω ξαπλωμένα αριστερά και δεξιά μου είμαι σίγουρη ότι πλέον είναι ευτυχισμένα, αναστενάζω με ανακούφιση και ξεκινάω να τους διαβάζω ένα παραμύθι. Κοιτάω την βροχή έξω και νιώθω θαλπωρή. Όλοι οι ήχοι γίνονται ένα, ο πατέρας μου που κάτι γράφει στην γραφομηχανή και πατάει με ένταση τα πλήκτρα, ο παππούς μου πηγαινοέρχεται στην ξύλινη πολυθρόνα ρυθμικά, η γιαγιά μου με την μάνα μου που συζητάνε και ενίοτε τσακώνονται όταν διαφωνούν σε κάποια συνταγή και η άλλη η γιαγιά μου που σέρνει τα βήματα της μέχρι το μπάνιο. Βρίσκομαι στο δωμάτιο μου, είμαι ντυμένη ζεστά και όλοι οι άνθρωποι που με προστατεύουν και με φροντίζουν είναι στον κάτω όροφο! Κατεβαίνω και μπαίνω στην κουζίνα. Ανοίγω το μπολ και παίρνω ένα κουλουράκι «Μην τρως τώρα; Σε λίγο θα φάμε βραδινό;» μου λέει η μάνα μου «φάε μου αλλά πάρε πιάτο» με κακομαθαίνει η γιαγιά μου. Πάω στο σαλόνι, πατάω το κουμπί να ανοίξει η τηλεόραση. Έχει μόνο δυο κανάλια. Το ένα δείχνει μια παράσταση τσίρκου και το άλλο μια χορωδία που τραγουδάει Χριστουγεννιάτικα. Η κακοκαιρία προκαλεί χιόνια στην ασπρόμαυρη οθόνη. Κουνάω λίγο την κεραία μήπως και γίνει πιο καθαρή η εικόνα, κάθομαι στον βελούδινο καναπέ και παρακολουθώ την παράσταση του τσίρκου. Ζηλεύω τους ακροβάτες σκέφτομαι ότι όταν μεγαλώσω θέλω κι εγώ οπωσδήποτε να δουλέψω σε τσίρκο.
Σηκώνομαι αφήνω ανθρώπους, μυρωδιές και ήχους πίσω μου και δίνω μια και πετάγομαι έξω από το κουκούλι μου. Ξαφνικά είναι Δεκέμβρης του 2021. Ξαφνικά είμαι ο μόνος προστάτης του εαυτού μου. Είμαι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το πατρικό μου, είμαι δισεκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά από αγαπημένους μου ανθρώπους. Κοιτάω την κόρη μου που ξαπλωμένη στον καναπέ τρώει μια σοκολάτα κάτω από τα σκεπάσματα. «Τι τρως σοκολάτες τώρα; δεν θα φας φαγητό» της λέω « πάρε πιάτο συμπληρώνω». Με κοιτάει θυμωμένη. «Να΄ξερες πόσο θα ήθελα να τις ακούσω κι εγώ αυτές τις φράσεις…» σκέφτομαι.
Να’ ξερες πόσο θα ήθελα να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού να κάνω ένα σάλτο και να ξαναβρεθώ πίσω στα χρόνια, προστατευμένη μέσα στο ζεστό κουκούλι μου.