Αφροδίτη Δερματά
Κάθε Παρασκευή του χειμώνα, παραδοσιακά, η γιαγιά μου μαγείρευε γιουβαρλάκια. Τα γιουβαρλάκια ήταν και είναι το αγαπημένο μου φαγητό. Τόσο πολύ τα λιγουρευόμουν από το πρωί που τα έβλεπα στην κατσαρόλα που το μυαλό μου ήταν διαρκώς εκεί. Κατά την διάρκεια της γεωμετρίας και των αρχαίων τα έβλεπα να περνούν από μπροστά μου. Ένιωθα την μυρωδιά τους να βασανίζει τα ρουθούνια μου. Η γεύση τους με έκανε τόσο ευτυχισμένη που δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο, την τελευταία ώρα πάντα έκανα κοπάνα από το σχολείο για να πάω νωρίς σπίτι να φάω. Το να κάνει κάποιος κοπάνα από το μάθημα για να φάει γιουβαρλάκια τον λες και λίγο παράξενο λόγο. Δώδεκα και είκοσι που χτυπούσε το κουδούνι και ξεκινούσε η τελευταία ώρα στο σχολείο. Ο ήχος του κουδουνιού με έβρισκε να ανεβαίνω ήδη την ανηφόρα του σπιτιού μου, βιαστικά και ανυπόμονα και να ανοίγω ιδρωμένη με λαχτάρα την πόρτα. Η διαδικασία του μεσημεριανού φαγητού ήταν μια μικρή ιεροτελεστία για την γιαγιά μου. Τις καθημερινές συνήθως το φαή ήταν έτοιμο από τα ξημερώματα. Το τραπέζι ήταν πάντα στρωμένο στην εντέλεια, τα μαχαιροπίρουνα τοποθετημένα δίπλα στα πιάτα, η χαρτοπετσέτα διπλωμένη στο πλάι και πάντα δεξιά από το κυρίως πιάτο υπήρχε και ένα πιάτο μικρό για την σαλάτα. Αν μου ανέθετε να στρώσω το τραπέζι εγώ, και τα έβαζα λάθος ξεκινούσε την γκρίνια. «Τι πειράζει αν το μαχαίρι είναι αριστερά;» την ρωτούσα τσαντισμένη «μεταξύ μας είμαστε, ποιος θα μας παρεξηγήσει;» Δεν σήκωνε κουβέντα όμως και δεν το διαπραγματευόταν , μου έλεγε ότι αν με καλέσουν σε κάποιο επίσημο τραπέζι ή αν κάνω εγώ κάποια στιγμή στην ζωή μου επίσημο τραπέζι, πρέπει να ξέρω, πως τρώμε σωστά. Εμένα το μόνο που μου ένοιαζε τότε όμως ήταν απλά να απολαύσω τα πεντανόστιμα γιουβαρλάκια της.
Τετάρτη βράδυ στέκομαι στον πάγκο της κουζίνας μου. Έριξε τις πρώτες βροχές και η κόρη μου, μου παρήγγειλε γιουβαρλάκια. Είναι λέει το αγαπημένο της φαγητό, μάλλον τελικά το έχουμε στο DNA μας. Για χρόνια έφτιαχνα την συνταγή της γιαγιάς όμως τελευταία την έχω εξελίξει κάπως. Έχω προσθέσει τριμμένο καρότο, ένα φύλλο δάφνης και πάπρικα. Παίρνω κομμάτια από τον κιμά και πλάθω στρογγυλά μπαλάκια. Συγκεντρώνομαι διαλογιστικά και προσπαθώ να είναι ίδια τα μεγέθη. Το νερό βράζει κι εγώ τοποθετώ τα κιμαδομπαλάκια προσεκτικά στην κατσαρόλα. Ετοιμάζω το αυγολέμονο και σύντομα το φαγητό είναι έτοιμο. Στρώνω προσεκτικά το τραπέζι, οφείλω να ομολογήσω όχι τόσο επίσημα όσο το στρώναμε στο σπίτι της γιαγιάς μου, και σε πολύ λίγο απολαμβάνουμε την ζεστή σούπα. Το θερμόμετρο, αν και έβρεξε, δείχνει 28 βαθμούς κελσίου. Ιδρώνουμε αλλά συνεχίζουμε ακάθεκτοι και με δεύτερο πιάτο.
Θέλω πάρα πολύ να τους πω ότι κάποτε έκανα κοπάνα από το σχολείο γιατί αδημονούσα να φάω τα γιουβαρλάκια που έφτιαχνε η γιαγιά μου, αλλά κρατιέμαι. Δεν θέλω να πάρουν θάρρος και να αρχίσουν τις κοπάνες. Τα πιάτα μας αδειάζουν, σηκώνονται και βάζει ο καθένας το δικό του στο πλυντήριο, πάνε να φύγουν και τους λέω ότι έχω να τους ανακοινώσω κάτι, κοντοστέκονται και με κοιτάνε βαριεστημένα. «Θέλω να ξέρετε ότι ευτυχία είναι, να έχετε την τόλμη να κάνετε κοπάνες από την ζωή και την καθημερινότητα σας ακόμα και για τις πιο μικρές απολαύσεις» . Με κοιτάνε με απορία. Χαμογελάω «δεν πειράζει» σκέφτομαι «θα έρθει η ώρα που θα καταλάβετε».