Αφροδίτη Δερματά
Σκαρφαλωμένοι στα βράχια της άγριας ακτογραμμής, με προσεκτικά βήματα μπαινοβγαίνουμε στο νερό. Ανεβαίνουμε βράχια, κατεβαίνουμε βράχια γαντζωνόμαστε απ’ αυτά και προχωράμε. Ο αυγουστιάτικος ήλιος καίει από πάνω μας. Περπατάμε, σκαρφαλώνουμε, ακροβατούμε περίπου ένα εικοσάλεπτο. Αν το έδαφος ήταν ομαλό δεν θα ήταν πολύ το εικοσάλεπτο, αλλά υπό αυτές τις συνθήκες και με τις βρεγμένες σαγιονάρες να μην συνεργάζονται, μας φαίνεται αιώνας. Κάθε φορά που πλησιάζουμε έναν μεγάλο βράχο, ανυπομονούμε με αγωνία να δούμε τη θέα που κρύβεται πίσω του με την ελπίδα να έχουμε φτάσει. Περνάνε περίπου είκοσι λεπτά ακόμα μέχρι να δούμε το ερειπωμένο λιμανάκι, με τα μισογκρεμισμένα παγκάκια. Το θέαμα μου προκαλεί μια υποδόρια θλίψη που συσσωρεύεται αργά και γίνεται κόμπος στο λαιμό μου. Ένα κτίριο φάντασμα «κάθεται» εγκαταλελειμμένο, γέρικο στην πλαγιά του βουνού και τα πόδια του ακουμπούν την θάλασσα. To όνομα του είναι Costa Perla.
Ήμουν τριών χρονών όταν έβγαινα στο μπαλκόνι της θείας μου στην Αθήνα, κοιτούσα απέναντι τα φώτα από τα κτίρια που φώτιζαν στην Κατεχάκη και ρωτούσα αν είναι το Costa Perla. Αντί να μου απαντήσουν γελούσαν χωρίς να συμμερίζονται την αγωνία μου. Διότι εγώ τότε σε αυτή την τεράστια ξένη πόλη έψαχνα με αγωνία να βρω κάτι οικείο να κατευνάσω το αίσθημα της ανασφάλειας που με διακατείχε, κάτι να μου θυμίζει τη μάνα μου που ήταν μακριά.
Το Costa Perla λοιπόν ήταν για μένα το πιο όμορφο μέρος σε ολόκληρο τον κόσμο! Είχε κρυφούς φωτισμούς σε όλους τους χώρους, είχε ένα bar που σέρβιρε νόστιμα παγωτά και μιλκσέικ, ένα εστιατόριο που σέρβιρε τον πιο τέλειο μουσακά και που μονίμως είχε την μυρωδιά του μουσακά, μια παιδική πισίνα και μια μεγάλη που ενώνονταν μεταξύ τους με γέφυρα και είχαν τρεις βατήρες ένα ψηλό έναν μεσαίο και έναν χαμηλό, κήπους με γκαζόν, παιδική χαρά και μια απομακρυσμένη ντισκοτέκ. Τα βράδια μετά το φαγητό η μελωδία του πιάνου αγκάλιαζε τον χώρο γύρω από το bar, ανακατεμένες μυρωδιές από ακριβά αρώματα, καλοντυμένες κυρίες με έντονα κραγιόν και κύριοι ντυμένοι στα λευκά συνέθεταν το σκηνικό. Παραδίπλα οι ξυπόλητες χαρούμενες παιδικές πατούσες μου τριγυρνούσαν χοροπηδώντας στο γκαζόν, πράγμα που κάθε φορά έκανε έξαλλο τον πατέρα μου ο οποίος ανησυχούσε μην με τσιμπήσει κανένας σκορπιός. Τι ήταν όμως μια παραπάνω κατσάδα μπροστά σε αυτή την απόλυτη αίσθηση της ελευθερίας που έδινε η ξυπολυσιά;
Για να πας στην ντισκοτέκ έπρεπε να πάρεις το φωτισμένο τσιμεντένιο μονοπάτι δίπλα από την θάλασσα, ήταν περίπου δέκα λεπτά η διαδρομή. Το μονοπάτι σε οδηγούσε σε μια απομονωμένη παραλία. Κάπου στη μέση αυτής της μικρής παραλίας είχε σκαλιά, εκεί σε ένα μικρό ύψωμα βρισκόταν η ντισκοτέκ. Το πρόγραμμα ξεκινούσε στις έντεκα και «όλα τα μωρά» έπαιρναν την θέση τους στην πίστα.
Τα καλοκαίρια μου στο Costa Perla ήταν γεμάτα ασταμάτητες βουτιές από τους βατήρες, παιχνίδια, κολύμπι, όμορφους ανθρώπους, φίλους και ανακαλύψεις. Ήταν ο Παράδεισος των παιδικών μου χρόνων. Εκεί περνούσα το μεγαλύτερο μέρος των διακοπών μου καθώς οι γονείς μου δούλευαν στην ρεσεψιόν. Ελεύθερη τριγυρνούσα στο τεράστιο κτίριο, ανακάλυπτα γωνιές, κρυβόμουν, σκαρφάλωνα και εξερευνούσα τα πάντα. Όλα αυτά με την αύρα της θάλασσας να ανακατεύεται με την μυρωδιά του πεύκου και να αγκαλιάζουν την κάθε μου στιγμή, πάντα με φόντο το βαθύ γαλάζιο που απλωνόταν ανεμπόδιστα προστά μου σε όποιο σημείο του χώρου και αν βρισκόμουν. Τώρα συνειδητοποιώ πόσο τυχερή ήμουν που μπορούσα να περάσω όλο το καλοκαίρι μου σε ένα ξενοδοχείο. Να φεύγουν και να έρχονται οι άνθρωποι κι εγώ να μένω εκεί σταθερή.
Ανεβαίνω προσοχή τα μισογκρεμισμένα σκαλοπάτια, φτάνω στην άδεια σπασμένη πισίνα. Πόση θλίψη… Δίπλα, εκεί που ήταν το γκαζόν τώρα υπάρχει ξεραμένο χορτάρι ανακατεμένο με χώμα. Τα τζάμια μισοσπασμένα, το μπαρ άδειο. Το μόνο που ακούγεται είναι οι ανάσες μας, τα τζιτζίκια και η θάλασσα που πηγαινοέρχεται. Αυτός ο χώρος κάποτε ήταν γεμάτος ζωή, είχε μυρωδιές μουσικές, χρώματα, εμένα παιδί. Το γέρικο κουρασμένο Costa Perla, ο Παράδεισός μου, κάθεται εκεί ακουμπισμένο πάνω στο βουνό του, θλιβερό, βαρύ παρέα με τις αναμνήσεις του. Κατεβαίνω τα σκαλιά. Άλλα 40 λεπτά σκαρφαλώματα και ακροβατικά σε βράχους για να γυρίσουμε πίσω στην παραλία από όπου ξεκινήσαμε. Η επιστροφή πιο δύσκολη, χωρίς νερό και με τις αναμνήσεις να με βαραίνουν.
Οι παλιοί έλεγαν ότι όταν πεθαίνεις η ψυχή σου περνάει από όσα μέρη έχεις πάει. Καθώς απομακρύνομαι γυρίζω και κοιτάω μια τελευταία φορά το κτίριο φάντασμα, σκέφτομαι αυτόματα ότι κι από δω θα περάσει η ψυχή μου. Ελπίζω μόνο όταν περάσει να βρει φώτα, μουσική από πιάνο, χαρούμενες φωνές και πράσινο γκαζόν.