Αφροδίτη Δερματά
Μεγάλωσα σε ένα χωριό το οποίο δεν είχε πολλά μέρη να ξοδέψεις τα χρήματα σου. Όταν πήγαινα δημοτικό το χαρτζιλίκι μου –αν μπορείς να πεις έτσι τις κλεμμένες δραχμές από την τσέπη του πατέρα μου- το έδινα σε περιοδικά όπως Μικυ Μάους και Ποπάυ και αργότερα σε Μανίνα και Κατερίνα τα οποία παρεμπιπτόντως διάβαζα κλειδωμένη στο δωμάτιο μου, κρυφά γιατί ήταν απαγορευμένα. Τα υπόλοιπα χρήματα μου, τα επένδυα σε μπίλιες, αυτοκόλλητα, παγωτά και σε συλλογές διάφορων μικρών αντικειμένων που ψωνίζαμε κατά καιρούς από το μπακάλικο. Η γκαρνταρόμπα μου, όπως και όλων τότε, ήταν περιορισμένη! Είχα τα ρούχα τα «καλά» της Κυριακής και της βόλτας και 3-4 - φθαρμένα από το παιχνίδι και την έξαλλη ζωή-σετάκια που άλλαζα μεσοβδόμαδα. Ρούχα μας έφερναν οι γονείς και λοιποί συγγενείς από την Αθήνα στην καλύτερη των περιπτώσεων. Εναλλακτικά στην επαρχία υπήρχε και η επιλογή των περιφερόμενων «μπουτίκ» με τα μεγάφωνα οι οποίες κυκλοφορούσαν στο χωριό κάνοντας αισθητή την παρουσία τους και ενημερώνοντας αναλυτικά τους δυνητικούς καταναλωτές για το τι διέθεταν στην καρότσα τους! Ερχόταν λοιπόν η «μπουτίκ» έξω από το σπίτι σου και εκτός από μπλουζάκια, σορτσάκια, φόρμες, νυχτικάκια εσωρουχάκια, σε προμήθευε και με την προίκα σου. Γιατί πως αλλιώς θα καλοπαντρευόσουν αν δεν είχες όλο το σετ από τα σεμεδάκια, τις ποδιές και τα τραπεζομάντηλα. Πολλές φορές φορούσαμε και ρούχα δεύτερο χέρι (μεταχειρισμένα) από αδέρφια και ξαδέρφια. Το μόνο σόπιν θέραπι, όπως το ξέρουμε σήμερα, που κάναμε σταθερά κάθε Χριστούγεννα Πάσχα και καλοκαίρι ήταν στο παπουτσάδικο του Μανουσάκη. Ο Μανουσάκης ήταν ένας κάπως γεμάτος καραφλός τύπος ο οποίος είχε ένα μικρό κατάστημα με παπούτσια στις αρχές μιας ανηφόρας κοντά στο λιμάνι. Φορούσε ένα γκρι υφασμάτινο ψηλοκάβαλο παντελόνι με μαύρη δερμάτινη ζώνη το οποίο έφτανε κάπου μεταξύ αφαλού και στήθους, λευκό πουκάμισο και ήταν μονίμως λίγο νευριασμένος. Η βιτρίνα του και γενικά το μαγαζί του ήταν σε άθλια κατάσταση, ήταν ασυγύριστο και μύριζε κόλλα παπουτσιών αλλά ούτε που το καταλαβαίναμε. Για εμάς ήταν ένας μικρός Παράδεισος που όταν ερχόταν η ώρα να τον επισκεφτούμε η καρδούλα μας χτυπούσε λίγο πιο δυνατά. Μόλις ανανεωνόταν η βιτρίνα με νέες παραλαβές, ξεχωρίζαμε το αγαπημένο μας ζευγάρι και ξεροσταλιάζαμε με την μούρη κολλημένη στο τζάμι λαχταρώντας να το αποκτήσουμε. Στο πίσω μέρος του μαγαζιού, πίσω από το ταμείο, είχε το τσαγκάρικο του όπου έβαζε τακούνια, κολλούσε οτιδήποτε χαλασμένο και γενικά επισκεύαζε κατεστραμμένα παπούτσια. Τον θυμάμαι μονίμως συνοφρυωμένο να ψάχνει να βρει το νούμερο που μου κάνει κι εγώ με αγωνία και καρδιοχτύπι να παρακαλώ από μέσα μου να υπάρχει ώστε να γίνω ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Τα παπούτσια του Μανουσάκη τα λάνσαραν οι ινφλουένσερς- δημοφιλείς του σχολείου. Όταν λοιπόν τα αγόραζε η πρώτη, σιγά-σιγά ακολουθούσαν και οι υπόλοιπες. Μέχρι που ένα ολόκληρο χωριό φορούσε τα ίδια παπούτσια. Θυμάμαι τους δασκάλους να μας ρωτάνε αν υπάρχει κάποιος ειδικός νόμος στην περιοχή που μας υποχρεώνει να φοράμε όλοι, ακριβώς το ίδιο σχέδιο παπουτσιών. Η πιο ωραία εποχή για αγορές ήταν ο Νοέμβρης. Τον Νοέμβρη έρχονταν τα καινούργια λουστρίνια τα οποία ανυπομονούσαμε να τα αποκτήσουμε για να τα φορέσουμε στις γιορτές του σχολείου, στην εκκλησία και στα τραπέζια των Χριστουγέννων. Τα λουστρίνια τότε ήταν πολύ της μόδας και αν δεν τα διέθετες στην παπουτσοθήκη σου δεν είχες μούτρα να κυκλοφορήσεις. Τα αγαπημένα μου λουστρίνια είχαν ένα μικρό τακουνάκι και ένα τσαχπίνικο λουράκι που αγκάλιαζε του κουντεπιέ. Κάθε χρόνο λοιπόν η απόκτηση των νέων λουστρινιών με έκανε να νιώθω απόλυτα χαρούμενη.
Αναμοχλεύοντας στο μυαλό μου εκείνα τα χρόνια δεν ξέρω τελικά αν η φαντασία μου τα κάνει πιο όμορφα. Αυτό που ξέρω είναι ότι κάποτε ένα ζευγάρι λουστρίνια μας έκανε πολύ ευτυχισμένους και αυτή η ευτυχία δεν ήταν παροδική…διαρκούσε. Ότι εκτιμούσαμε τα λιγοστά πράγματα που είχαμε. Το καλό μας φόρεμα την Κυριακή, το πλεκτό πουλόβερ που μας έφτιαχνε η γιαγιά, τις καινούργιες μας πιτζάμες με τα όμορφα σχέδια και γενικά ότι αποχτούσαμε μετά από πολύ κόπο και λαχτάρα…και όταν λαχταράς κάτι πολύ η χαρά όταν το αποχτάς είναι ασύλληπτη. Την εποχή της αφθονίας λοιπόν, που τα παιδιά μας έχουν δεκάδες ακριβά παπούτσια, ρούχα, παιχνίδια και πάντα μένουν ανικανοποίητα θέλοντας κάτι άλλο, που ψάχνουμε απεγνωσμένα την ευφορία στο πιο εξελιγμένο κινητό, στο πιο εξελιγμένο αυτοκίνητο στο πιο μεγάλο σπίτι, στα πιο πολλά ρούχα, ίσως πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας αλλού. Ενδεχομένως το μυστικό να κρύβεται στην ολιγάρκεια, ίσως ένα ζευγάρι λουστρίνια τελικά να αρκεί…
Η ευτυχία ανήκει στους ολιγαρκείς. Σωκράτης