Αφροδίτη Δερματά
Πρωί Δευτέρας ξεκινάω να πάω στη δουλειά. Το θέρμος με τον ζεστό γαλλικό είναι στη θέση του δίπλα από το τιμόνι , και το ραδιόφωνο παίζει μουσική. Ξαφνικά μια όμορφη μελωδία χαϊδεύει τις σκέψεις μου και μου φτιάχνει την διάθεση. «Τι ωραίο τραγούδι» σκέφτομαι. Κι αμέσως πιάνω το κινητό μου να και πατάω το shazam. «Fire- Echo Train» γράφει το κινητό μου κι ανυπομονώ για την στιγμή που θα το βρω στο Youtube και θα το απολαύσω χαλαρά στο γραφείο με τα ακουστικά μου. Μα πόσο εύκολα είναι τα πράγματα στις μέρες μας! «Τον καιρό μας» σκέφτεται η ηλικιωμένη σεβάσμια κυρία που ζει μέσα μου «έπρεπε να περιμένουμε με τις ώρες στο ραδιόφωνο να παίξει το αγαπημένο μας τραγούδι και κρεμόμασταν από τα χείλη του ραδιοφωνικού παραγωγού για να μάθουμε τον τίτλο και καμιά επιπλέον πληροφορία». Επίσης τότε, τα «αρχαία χρόνια», από την μια περιμέναμε τον παραγωγό για να μας δώσει πληροφορίες παράλληλα όμως τον σιχτιρίζαμε όταν μιλούσε πάνω στο τραγούδι. Δύσκολες μα όμορφες εποχές.
Τότε που λες, η διαδικασία είχε ως εξής αν είμασταν τυχεροί και είχαμε ραδιοκασετόφωνο και η κασέτα που υπήρχε μέσα ήταν άδεια με το που το ακούγαμε τρέχαμε του σκοτωμού να πατήσουμε το Rec έτσι ώστε να μπορούμε να το γράψουμε για να το ξανα ακούσουμε όποτε νιώσουμε την ανάγκη. Αν ήταν καινούργιο έπαιζε στο repeat μέχρι τελικής πτώσης. Άλλος ένας λόγος που δεν έπρεπε να μιλήσει ο παραγωγός πάνω στο τραγούδι. Χαλούσε την κασέτα. Εννοείται πως η ποιότητα ούτως η άλλως ελεεινή, και πολλές φορές το τραγούδι υιοθετούσε και τα «χιόνια» που μπορεί να είχε ο σταθμός.
Τώρα αν ήθελες να μάθεις και τους στίχους ώστε να είσαι cool και να πουλάς μούρη τραγουδώντας το όταν έβγαινες έξω με τους συμμαθητές σου, υπήρχαν δυο τρόποι. Ο ένας ήταν να αφήνεις λίγο την κασέτα να παίζει και να πατάς το pause σημειώνοντας στο τετράδιο σου ότι στίχο έχεις καταλάβει, πολλές φορές πήγαινες και στο περίπου και το hot γινόταν cat, η το άνευ όρων γινόταν πάρε φόρα, τροποποιώντας το έτσι σύμφωνα με τα δικά σου ακουστικά δεδομένα. Ο άλλος τρόπος ήταν να αγοράζεις περιοδικά για μουσική και να παρακαλάς να έχει μέσα τους στίχους από το τραγούδι που σε ενδιαφέρει. Η google ήταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Τα πράγματα ήταν πιο εύκολα στις πόλεις όπου υπήρχαν τα δισκάδικα τα οποία μπορούσαν να σου γράψουν τα τραγούδια που σε ενδιαφέρουν σε κασέτα διατηρώντας καλή ποιότητα ήχου.
Η κασέτα που λες ήταν και το τέλειο δώρο για τον κολλητό ή την κολλητή καθώς και για το αμόρε. Επέλεγες τα αγαπημένα σου τραγούδια και τα αφιέρωνες με πολύ αγάπη. Στο κουτί απέξω έγραφες αναλυτικά τίτλο και τραγουδιστή ή συγκρότημα ενώ από μέσα αν υπήρχε αίσθημα έγραφες την αφιέρωση σου. Επίσης ήταν πολύ πιο ανθεκτική σε σχέση με το cd που πρέπει να προσέχεις πως θα το πιάσεις για άπαξ και γρατζουνιστεί, καταστρέφεται. Το μόνο που έπρεπε να έχεις στο νου σου είναι να μην σου «μασήσει» την κορδέλα το κασετόφωνο γιατί αν δεν το προλάβαινες εγκαίρως καταστρεφόταν και το κασετόφωνο και η κασέτα.
Aπ’ όλες τις κασέτες που πέρασαν από την ζωή μου, υπήρχαν τρεις που βρέθηκαν στα χέρια μου τυχαία τις οποίες λάτρεψα και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα μουσικές μου επιλογές. Στα 13 μου λοιπόν, γνώρισα τους Roxette όταν η ξαδέρφη μου ξέχασε την κασέτα τους στο σπίτι μου. Την τοποθέτησα ευλαβικά στο Walkman και πέρασα μαζί τους ένα απόγευμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι «ζωγραφίζοντας» μουσικές εικόνες στο ταβάνι. Η κασέτα έπαιζε ασταμάτητα μέχρι αργά το βράδι και το ένα τραγούδι μου φαινόταν καλύτερο από το άλλο. Με παρόμοιο τρόπο όταν έγινα 15 χρονών έπεσε στα χέρια μου η κασέτα του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και ήταν απαράβατος όρος να παίζει στο αυτοκίνητο του πατέρα μου σε όλα τα ταξίδια, διαφορετικά δεν ακολουθούσα. Έτσι ακόμα και όταν επισκεπτόμασταν μοναστήρια για προσκύνημα η «Σφεντόνα» του Παπακωνσταντίνου έπαιζε τέρμα κατά την διαδρομή λες και ετοιμαζόμασταν οικογενειακώς για διαδήλωση στα Εξάρχεια. Η τρίτη και τελευταία κασέτα που ήρθε στα χέρια μου είχε επιλογές από έντεχνα. Ξεκινούσε με χαρούλα Αλεξίου και το «Δως μου μια νύχτα» και ακολουθούσε η Αλέκα Κανελλίδου με τον «Αλλιώτικο Νόμο». Από τότε οι νόμοι άλλαξαν και άλλαξαν και οι εποχές. Οι κασέτες μπήκαν στο χρονοντούλαπο και την θέση τους πήραν το Spotify και το Youtube, οι Roxette διαλύθηκαν, ο Παπακωνσταντίνου, η Αλεξίου και η Κανελλίδου μεγάλωσαν αλλά τα τραγούδια έμειναν εδώ. Να μας θυμίζουν τον ρομαντικό εαυτό μας που τρέχει να προλάβει την τεχνολογία και ξεχνάει ότι τα δύσκολα έχουν μια ομορφιά και μια αγνότητα που λείπει στις μέρες μας. Όπως και να έχει η ουσία είναι μια, καθώς περνάνε οι στιγμές μας να έχουν φόντο μουσική γιατί τότε έχουν άλλη νοστιμια.