Αφροδίτη Δερματά
Περπατάει προσεκτικά πατώντας τις γραμμές του πεζοδρομίου και σιγοτραγουδάει ένα τσιγγάνικο τραγούδι. Φαντάζεται ότι είναι ένας ακροβάτης που πατάει πάνω σε τεντωμένα σχοινιά και ότι αν στραβοπατήσει θα πέσει στο κενό. Το παιχνίδι της τελειώνει απότομα όταν βλέπει διαβάτες να πλησιάζουν προς το μέρος της. Μόλις πάνε να την προσπεράσουν τους ακολουθεί και ζητάει λίγα λεφτά. Την αγνοούν επιδεικτικά και συνεχίζουν την πορεία τους. Έχει μάθει να την αγνοούν, δεν της κάνει πλέον εντύπωση. Της φαίνεται εντελώς φυσιολογικό. Ο πληγωμένος της εγωισμός έχει πεθάνει εδώ και καιρό.
Είναι 8 χρονών αλλά δεν έχει μάθει να διαβάζει. Τριγυρνάει στους δρόμους και δουλεύει. Η δουλειά της είναι «Κυνηγός περαστικών». Φοράει ένα κολάν και ένα φθαρμένο φούτερ, τα μαλλιά της είναι πλεγμένα σε πλεξούδα. Παρά το γεγονός ότι είναι τέλη Νοέμβρη και έχει αρχίσει να κάνει κρύο είναι ελαφριά ντυμένη. Έχει μάθει να υπάρχει μόνη της. Έχει μάθει να αγνοεί το μουτζουρωμένο της πρόσωπο, το φαγητό που δεν έφαγε, το σχολείο που δεν πήγε, τα παραμύθια που δεν διάβασε, τα παιχνίδια που δεν έπαιξε. Είναι ελεύθερη να τριγυρνάει όλη μέρα να κυνηγάει περαστικούς και να ζητιανεύει λίγα λεφτά. Οι περισσότεροι την αγνοούν , κάποιοι άλλη την κοιτάνε υποτιμητικά και καχύποπτα και κάποιοι λίγοι της δίνουν λίγα ευρώ. Κάπου-κάπου το βλέμμα της πέφτει στα λιγοστά στολισμένα με χριστουγεννιάτικα λαμπάκια μπαλκόνια, στέκεται και τα κοιτάει μαγεμένη.
Αρχίζει να νυχτώνει. Αποφασίζει να σταματήσει για λίγο να είναι «κυνηγός περαστικών» και να γίνει εξερευνήτρια. Περπατάει και βλέπει την καγκελόπορτα του εργοστασίου ανοιχτή. Χώνεται τρέχοντας μέσα στο προαύλιο και αρχίζει να ψάχνει. Τριγυρνάει με την ελπίδα ότι θα βρει κάτι ενδιαφέρον. Δεν βρίσκει τίποτα. Σκοτεινιάζει. Πλησιάζει την καγκελόπορτα για να φύγει, βάζει το χέρι της και ελέγχει αν υπάρχει φωτοκύτταρο. Η πόρτα δεν σταματάει να κλείνει. Κάνει ένα βήμα πίσω. Κοιτάει την πόρτα και λίγο πριν κλείσει κάνει το τελευταίο βήμα της ζωής της. Η πόρτα την εγκλωβίζει και αρχίζει να την πιέζει. Κοιτάει τα αυτοκίνητα που περνάνε τρέχοντας τον δρόμο, δεν μπορεί να πάρει ανάσα. Ασφυκτιά… φοβάται…ζαλίζεται. Θέλει να φωνάξει βοήθεια αλλά δεν μπορεί, δεν έχει φωνή. Άνθρωποι περνάνε, την κοιτάνε και την προσπερνάνε. Μιλάνε στα κινητά τους. Κανείς δεν ακούει την ασήμαντη, ελάχιστη αναπνοή της Όλγας. Ένας άντρας πλησιάζει, βλέπει ότι το κορίτσι αργοπεθαίνει. «Ένα γυφτάκι λιγότερο» σκέφτεται και απομακρύνεται. Η πόρτα ανοίγει, το παιδί πέφτει κάτω, κάποιος την πλησιάζει μιλώντας στο κινητό του, την κλωτσάει λίγο με το πόδι του να δει αν αναπνέει. Δεν αντιδρά. Η Όλγα έφυγε ένα απόγευμα Παρασκευής.
Όλγα όταν φτάσεις στον Παράδεισο, να τα πεις όλα στον Θεό. Μη μας λυπηθείς καθόλου.