Αφροδίτη Δερματά
«Εμείς στον καιρό μας δεν χωρίζαμε» της λέει η μάνα της. Εσείς το έχετε παραξηλώσει, με το παραμικρό κλείνετε αυλαία και αποχωρείτε. Έτσι εύκολα, όπως πετάτε τα πράγματα όταν χαλάσουν, πετάτε και τις σχέσεις σας. Εμείς μάθαμε να τα διορθώνουμε όλα, να τα μπαλώνουμε. Πίνει; Ξενοπηδάει; Παίζει χαρτιά; Σε χτυπάει…; OXI...ε γιατί να τον χωρίσεις;». «Μα μάνα δεν μιλάμε πια, δεν αγκαλιαζόμαστε, ούτε καν κοιταζόμαστε στα μάτια» αντιτείνει η Λίνα με παράπονο. «Μια χαρά είναι ο άντρας σου, έτσι γίνεται με τα ζευγάρια όταν περνάει ο καιρός, αλίμονο αν μια ζωή είμασταν στα μέλια και στους έρωτες... τι θα πουν οι συγγενείς; θα πληγώσετε τα παιδιά, θα τα στιγματίσετε, εμείς στην οικογένεια μας δεν χωρίζουμε» η κυρία Γεωργία εκσφενδονίζει μαζικά όλα τα επιχειρήματα της. Όλους τους λόγους για τους οποίους και η ίδια φρόντισε να κλείσει 50 χρόνια μαζί με τον άντρα της και ας τα μισά από αυτά κοιμούνται σε διαφορετικά κρεβάτια. Δεν μπήκε καν σε διαδικασία διαπραγμάτευσης ή σκέψης, αυτόν παντρεύτηκε, ήταν ο πρώτος της και με αυτόν όφειλε να ζήσει όλη της την ζωή. Κι ας μην ένιωσε ποτέ τι θα πει έρωτας. Μπορεί κι όλας να το ένιωσε μια φορά, δεν είναι σίγουρη. Τότε σε εκείνο το πανηγύρι στο χωριό όταν εκείνο το παλικάρι την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, αναγκάζοντας την να χαμηλώσει τα δικά της νιώθοντας την φωτιά στα σωθικά της να κοκκινίζει τα μάγουλα της. Για κάμποσα βράδια τον ονειρευόταν με ντροπή, αλλά μετά ήρθε το προξενιό και χάθηκε και αυτή η ανεπαίσθητη ελπίδα που είχε δημιουργηθεί ότι ίσως να τον ξανασυναντούσε.
Ήταν όμορφη, ψηλή και αδύνατη ωστόσο ένα ατύχημα που είχε όταν ήταν τριών χρονών της άφησε ένα μικρό κουσούρι στο αριστερό της πόδι. Κούτσαινε όταν περπατούσε και στο σχολείο την κοροϊδεύαν τα παιδιά, έτσι μια ζωή προσπαθούσε να περνάει απαρατήρητη. Δεν μιλούσε δυνατά, δεν γελούσε και επ ουδενί δεν τραγουδούσε. Ήταν αποφασισμένη ότι η ζωή, της είχε ορίσει να κάθεται διακριτικά στην άκρη προκειμένου να μην προκαλεί τα βλέμματα από όταν ήταν μικρό κοριτσάκι. Αυτή η μικρή αναπηρία την έκανε διαφορετική, δεν της επέτρεπε να ερωτευτεί παρά το γεγονός ότι ήταν, όμορφη, έξυπνη και νοικοκυρά. Αν δεν βρισκόταν κάποιος να την πάρει με προξενιό θα έμενε στο ράφι. Εκείνες τις εποχές ήταν ανεπίτρεπτο να είσαι διαφορετικός. Ευτυχώς ήταν "τυχερή" και τελικά δεν έμεινε.
Ο άντρας της ήταν αρκετά μεγαλύτερος δεν έκαναν συντροφιά, δεν ήταν τρυφεροί μεταξύ τους. Αυτός της κατέθετε το μεροκάματο και αυτή τον φρόντιζε υποταγμένα και βουβά τηρώντας ευλαβικά τα συζυγικά της καθήκοντα.Έτσι όπως όφειλε. Λες και είχαν υπογράψει κάποιο ιδιωτικό συμφωνητικό. Έκανε έρωτα μαζί του κάθε Σάββατο βράδυ, γιατί έπρεπε, ώσπου έκαναν δυο παιδιά την Λίνα και τον Κώστα κι έπαψε να κοιμάται μαζί του. Τον τιμούσε όμως τον άντρα της. Ποτέ δεν είχε κοιτάξει άλλον. Κάτι δύσκολες νύχτες της ερχόταν στο μυαλό το αγόρι που την κοίταξε στα μάτια σε εκείνο το πανηγύρι και αναρωτιόταν πως θα ήταν, αν οι ζωές τους είχαν ενωθεί, έπειτα με τύψεις απωθούσε τις σκέψεις μακριά. Αναρωτιόταν αν το ότι τον σκεφτόταν ήταν απιστία και έκανε τον σταυρό της για να εξαγνίσει την αμαρτία. Τι κι αν δεν ήξερε πως ήταν να περνάς όμορφα με τον σύντροφό σου, τι κι αν δεν είχε κάνει ποτέ παθιασμένο έρωτα μαζί του, τι κι αν δεν είχε τίποτα να του πει και τίποτα να ακούσει από αυτόν, πειθαρχημένη και υποταγμένη έμεινε μαζί του και θα έμενε μέχρι το τέλος. Έτσι ακριβώς πρέπει να κάνει και η κόρη της. Αυτό είναι το σωστό. Άκου εκεί να χωρίσει…πως της ήρθε; Να κάνει υπομονή όπως κάνουμε όλοι, στο κάτω κάτω ας κοιμούνται σε διαφορετικά κρεβάτια. Τι θα πάθουν; Τι θα πει δεν κάνουν συντροφιά; Ας κάνει παρέα με τις φίλες της. Τι θα πει ο κόσμος; Αυτά τα πράγματα δεν είναι σωστά. Τι εποχές φτάσαμε Θεέ μου…αυτοί οι νέοι δεν ντρέπονται να κυνηγάνε έτσι ξετσίπωτα την ανεπίτρεπτη αμαρτία της ευτυχίας;
ΥΓ. Βασισμένο σε αληθινές ιστορίες
Η διαφορά του να έχεις πραγματικό σύντροφο ή ... συγκάτοικο