Αφροδίτη Δερματά
«Δευτέρα πρωί. Πάμε πάλι από την αρχή» σκέφτεται η Νάντια καθώς ζωγραφίζει νωχελικά το περίγραμμα των ματιών της με μαύρο μολύβι. Απλώνει προσεκτικά τη μάσκαρα στις βλεφαρίδες της και διορθώνει την γκρι σκιά που έχει αποδράσει ανεπαίσθητα από τα όρια του ματιού. Πάντα της άρεσε να βάφει έντονα τα μάτια της, είναι σαν να υποδύεται ένα ρόλο που τη θέλει να φαίνεται άγρια και ακόμα πιο δυναμική. Απομακρύνεται από τον καθρέφτη και κάνει μια γκριμάτσα. Αυτή η ρυτίδα στο μέτωπο την ενοχλεί πολύ, κάτι πρέπει να κάνει, αλλά τι; Με το ζόρι τής περισσεύουν τα χρήματα για να πάρει μια κρέμα της σειράς από το σουπερμάρκετ. Την καλύπτει πρόχειρα με λίγο κονσίλερ. Κάθε Σεπτέμβρη οι υποχρεώσεις είναι αυξημένες, φροντιστήρια, βιβλία, ρούχα για τα παιδιά και ο «συγχωρεμένος» μονίμως δεν έχει χρήματα. Όλες οι ευθύνες βαραίνουν τη δική της πλάτη. Πέρασαν δώδεκα χρόνια από τότε που τον χώρισε και ακόμα την εκδικείται. Διατροφή δίνει σπάνια και τα παιδιά τα βλέπει ακόμα σπανιότερα. Τα μεγάλωσε ολομόναχη, μόνη της ξενυχτούσε στο πλάι τους όταν ήταν άρρωστα, μόνη της τα έτρεξε σε ψυχολόγους για να ξεπεράσουν όσο πιο ανώδυνα γινόταν το επεισοδιακό τους διαζύγιο, μόνη της πληρώνει το φαγητό, τα φροντιστήρια και τα ρούχα τους, μόνη της διαχειρίζεται τους τσακωμούς και τις κρίσεις τους. Αυτός, όταν ήταν πιο μικρά, μια φορά στους τρεις μήνες που τα έβλεπε τους γέμιζε δυο σακούλες με σοκολάτες, γαριδάκια και ψευτοπαίχνιδα μιας χρήσης, τους έπαιρνε και από ένα ζευγάρι φτηνά παπούτσια από τα Jumbo, τους πέταγε και ένα «πώς σας έχει έτσι η μάνα σας;» για να τη μειώσει στα μάτια τους, τα πακέταρε και τα έστελνε πίσω ποτισμένα με το δηλητήριο του μίσους του. Τώρα που μεγάλωσαν και άρχισαν να καταλαβαίνουν, δεν θέλουν καν να τον βλέπουν.
Ανοίγει τον φούρνο, οι ατμοί καίνε το πρόσωπό της, «έτοιμο το φαγητό» σκέφτεται και τον σβήνει. Κάθεται στην καρέκλα. Είναι μόλις 9 το πρωί και νιώθει ήδη κουρασμένη. Πίνει μια γουλιά από το φραπέ της, ανάβει ένα τσιγάρο και σκύβει να φορέσει τις μπότες της. Η Νάντια είναι διευθύντρια σε περιοδικό, μετά την οικονομική κρίση άλλαξε εργασιακή στέγη αρκετές φορές. Μην νομίζεις ότι οι εργοδότες μπορούν να συναισθανθούν μια γυναίκα που μεγαλώνει μόνη της δυο παιδιά σε μια μεγαλούπολη. Πάλευε νυχθημερόν με τις παράλογες απαιτήσεις των θηρίων. Την τελευταία δεκαετία κάθε τρία χρόνια όλα μηδένιζαν και ξεκινούσε καινούργια αρχή. Νέα αφεντικά, νέες απαιτήσεις, νέες έννοιες να βαραίνουν το ήδη κουρασμένο μυαλό της. Στόχοι, πελάτες, meetings, λεφτά που πρέπει να ‘ρθουν. Ενίοτε μέσα σε όλα αυτά έχει να αντιμετωπίσει και τα «πεσίματα» των αφεντικών. Πώς να χειριστεί με τρόπο το μακρύ χέρι του εκδότη που ακουμπάει -και καλά κατά λάθος- το σώμα της; Γιατί το να είσαι μόνη γυναίκα και να έχεις και δυο μέτρα πόδια είναι άκρως προκλητικό. Κάθε μέρα φεύγει από το σπίτι στις εννιάμισι το πρωί και γυρνάει στις 8 το βράδυ.
Ανεβάζει το φερμουάρ από τις μπότες της, πλέουν στη γάμπα της, τελευταία έχει αδυνατίσει πολύ, δεν τρώει καλά, την «τρώνε» οι υποχρεώσεις. Η Νάντια έχει περάσει τα 40 και παραμένει εντυπωσιακή, έχει καστανόξανθα καρέ μαλλιά, είναι ψηλή, καλλίγραμμη και έχει καλοσχηματισμένα πόδια. Όταν περπατάει στον δρόμο, όλα τα ανδρικά κεφάλια γυρνούν. Αν είχε μείνει μαζί με τον «συγχωρεμένο», σίγουρα σωματικά θα ήταν λιγότερο κουρασμένη, θα είχε κάποιον να μοιραστεί όλες αυτές τις ευθύνες… Αλλά…
Γυρνάει το κλειδί από το αυτοκίνητο, αυτόματα ανοίγει και το ράδιο, παίζει ένα τραγούδι που της αρέσει, ανοίγει την ένταση και το σιγοτραγουδάει, σκέφτεται ότι πρέπει να το περάσει ΚΤΕΟ, έχει και μια κλήση απλήρωτη, το βράδυ πρέπει να δώσει και τα κοινόχρηστα, θέλει και ο γιος της να αγοράσει καινούργια αθλητικά για το ποδόσφαιρο και η κόρη της χρειάζεται φόρμες για το σχολείο. Δεν βγαίνει ο μήνας. Ανοίγει λίγο παραπάνω την ένταση του ραδιοφώνου ελπίζοντας ότι η μουσική θα σβήσει τις σκέψεις της ανάβει ένα ακόμα τσιγάρο, βάζει πρώτη και φεύγει. Σταματάει στο φανάρι, ένας νεαρός από το διπλανό αυτοκίνητο τη φλερτάρει, «ουφ, την όρεξή σου έχουμε» τού λέει αλλά γυρνάει το κεφάλι από την άλλη και χαμογελάει, καταβαθος χαίρεται που περνάει ακόμα η μπογιά της. Έχει ανάγκη από έναν σύντροφο κι ας μην το παραδέχεται, αλλά δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με έρωτες. Προτεραιότητα είναι η δουλειά και τα παιδιά της, πού να βρει τον χρόνο και την υπομονή που απαιτεί μια νέα σχέση. Σκέφτεται πώς θα ήταν η ζωή της ΑΝ δεν είχε χωρίσει. Η λέξη «αν» αυτόματα τη μεταμορφώνει σε μια γυναίκα φοβισμένη, ψυχικά κακοποιημένη, με μακριά φούστα μέχρι το γόνατο, 10 κιλά παραπάνω, λιγότερες ευθύνες και περισσότερα χρήματα. Σκέφτεται αυτόν, το πρόσωπο της σχηματίζει μια έκφραση αηδίας, διαγράφει το «ΑΝ» βίαια και γκαζώνει στην Κηφισίας. Η Νάντια είχε τα κότσια να πληρώσει το τίμημα της ελευθερίας της. Ακόμα κι αν κάποιες φορές νιώθει αδύναμη και κουρασμένη όταν πέφτει μόνη της να κοιμηθεί, νιώθει ευγνωμοσύνη για τον άπλετο χώρο που έχει στο διπλό της κρεβάτι, για τις κουβέντες που δεν χρειάζεται να πει, για το σεξ που δεν χρειάζεται να κάνει και για τον λόγο που δεν χρειάζεται να δώσει σε κανέναν. Η φίλη μου η Νάντια είναι για εμένα μάγκας… μια πραγματική ινφλουένσερ, μια γυναίκα που ο δυναμισμός της εμένα προσωπικά με εμπνέει και μου προκαλεί θαυμασμό. Αν ο κόσμος σταματούσε να ασχολείται με τα "μπάτσελορ" και τις διάσημες για το τίποτα ινφλουένσερ και αν τα μίντια προέβαλλαν περισσότερο αυτές τις «ηρωίδες» γυναίκες της διπλανής πόρτας, ίσως η κοινωνία να σεβόταν παραπάνω μια Νάντια που παλεύει ολομόναχη να επιβιώσει, ίσως ακόμα μια καταπιεσμένη γυναίκα εμπνεόταν και σταματούσε έναν αποτυχημένο γάμο, ίσως μια σωματικά η λεκτικά κακοποιημένα γυναίκα να έβρισκε τον τρόπο να ξυπνήσει την υπερδύναμη που κρύβει μέσα της και δεν το γνωρίζει… ΑΝ…
Υ.Γ. 1. Αφιερωμένο στις ηρωίδες φίλες μου που κάνουν καριέρα και μεγαλώνουν μόνες τους χωρίς καμία βοήθεια τα παιδιά τους. Που είναι μανάδες και πατεράδες μαζί. Σας θαυμάζω πολύ.