Αφροδίτη Δερματά
Χώρισαν, λέει, η Δέσποινα Βανδή και ο Ντέμης Νικολαΐδης. Τα media έσπευσαν να αναπαραγάγουν την είδηση και ρίχτηκαν στη μάχη για το πολυπόθητο κλικ. Κάποιοι άρχισαν να διαμαρτύρονται γιατί κουράστηκαν να βλέπουν τον τίτλο στο timeline τους, κάποιοι το χλεύασαν και κάποιοι άλλοι ξύστηκαν επιδεικτικά δηλώνοντας έτσι παντελώς αδιάφοροι για το γεγονός. Προσωπικά αρκέστηκα στους τίτλους και δεν χάρισα το πολύτιμό μου κλικ μέχρι που ήρθε στην οθόνη μου μια διαφορετική οπτική. Αυτή του Πέτρου Κωστόπουλου που θέλησε να γράψει ένα σχόλιο για το τέως ζευγάρι.
«Κάποτε ήμασταν μια παρέα δέκα-δεκαπέντε άτομα, μαζευόμασταν παρέα με τα παιδιά μας, μαγειρεύαμε, αστειευόμασταν, παίζαμε επιτραπέζια παιχνίδια. Οι περισσότεροι χωρίσαμε. Η Δέσποινα με τον Ντέμη μάς καλούσαν συχνά στο σπίτι τους, ήταν δύο όμορφοι, ερωτευμένοι άνθρωποι που έσταζαν γλύκα ο ένας για τον άλλον, ένα κανονικό ζευγάρι. Δεν ξέρω τι έγινε στην περίπτωσή τους, ξέρω ότι οι άνθρωποι χωρίζουν πια, στην πλειονότητά τους» είπε ο Κωστόπουλος.
«Χωρίζω», δηλαδή απομακρύνω το ένα από το άλλο ή κόβω στα δύο, ή διασπώ, ή σταματώ να βρίσκομαι σε μια ερωτική σχέση. Ένα απλό ρήμα που όταν το ακούσεις, σου φαίνεται σαν όλα τ’ άλλα. Σαν να σου λέει κάποιος «τρώω, κοιμάμαι ή κάθομαι». Μόνο αν έχεις χωρίσει, νιώθεις το βάρος που κουβαλάει. Μόνο αν έχει ξεριζωθεί από πάνω σου το άλλο σου μισό, ξέρεις το τι πόνο εμπεριέχει αυτό το ρήμα. Όσο πιο καλά κολλημένος είσαι με κάποιον, τόσο περισσότερο πόνο έχει το ξερίζωμα. «Χωρίζουμε» ανακοίνωσαν έτσι απλά και η Δέσποινα με τον Ντέμη και εμείς το διαβάσαμε, το χλευάσαμε, το μηδενίσαμε, ίσως γιατί δεν μας φτάνουν τα σοβαρά προβλήματά μας, έχουμε κι αυτή την άχρηστη πληροφορία τώρα να διαχειριστούμε (σκεφτήκαμε ειρωνικά). Δύο δημόσια πρόσωπα που αναγκαστικά έπρεπε να δώσουν λόγο στον εκάστοτε παπαράτσι που θα τους απαθανατίζει στο μέλλον να συνεχίζουν τη ζωή τους ό ένας χωρίς τον άλλον. Ένας άντρας και μια γυναίκα που ξεκίνησαν όπως όλα τα ζευγάρια με φλερτ, με έρωτα, με ένωση, με γάμο, με εγκυμοσύνες, με γέννες, με συγκίνηση, με όμορφες οικογενειακές στιγμές, με χριστουγεννιάτικα και πασχαλινά τραπέζια, με διακοπές και παιχνίδια στη θάλασσα, με σχέδια για το μέλλον, με ένα «για πάντα» ως φόντο στην κοινή τους πορεία, ώσπου άρχισαν σιγά-σιγά να απομακρύνονται και ώσπου η απόσταση πια ήταν τόσο μεγάλη ώστε δεν μπορούσαν να ξαναπλησιάσουν ο ένας τον άλλον. Ώσπου το «για πάντα» άρχισε να φαίνεται θαμπό στο φόντο της ζωής τους. Ώσπου οι σιωπές ήταν πιο πολλές από τα λόγια, ώσπου το «χώρια» ήταν πιο πολύ από το «μαζί», ώσπου ο ένας σταμάτησε να κάνει ευτυχισμένο τον άλλον. Ώσπου αποφάσισαν με πολύ πόνο να παραδεχτούν ότι ήρθε το τέλος και με πολύ πόνο το ανακοίνωσαν στα παιδιά τους και είδαν στα πρόσωπά τους τη θλίψη και την απογοήτευση που φέρνει κάθε κύκλος όταν κλείνει, πόσο μάλλον ο κύκλος της οικογένειας. Ώσπου το είπαν στους φίλους και στους γονείς τους και κάποιοι προσπάθησαν να τους μεταπείσουν και να τους φέρουν πάλι κοντά. Ένιωσαν αποτυχημένοι και λίγοι, αμφισβήτησαν τους εαυτούς τους, αποχαιρέτησαν τα κοινά τους όνειρα. Αλλά κάπου βαθιά ήξεραν ότι για να φτάσουν σε αυτό το σημείο σημαίνει ότι δεν υπήρχε άλλο περιθώριο προσπάθειας. Έτσι έκλαψαν και πένθησαν το «μαζί» που είχε πεθάνει, έπεσαν, σηκώθηκαν και ξαναέπεσαν και ένιωσαν σαν να βρίσκονταν σε μια κηδεία χωρίς νεκρό. Ώσπου στέρεψαν και τα δάκρυα και αποφάσισαν ότι δεν θα πονάνε πια. Ώσπου πάγωσαν και αποφάσισαν ότι θα επιβιώσουν και θα γράψουν νέες ιστορίες στη λευκή κόλλα που ανοίχτηκε μπροστά τους. Όμως, καθώς γράφουν τις ιστορίες τους, κάθε τόσο κάτι μικρές αναμνήσεις, κάτι ξεχασμένες στιγμές βγαίνουν στην επιφάνεια και τότε ένας κόμπος κάθεται πάλι στον λαιμό.
«Χωρίζω», μια απλή λέξη που σκεπάζει σαν χαλί, χρόνια, στιγμές, λόγια, συναισθήματα, αναμνήσεις και πόνο. Μια λέξη που την καταλαβαίνουν τελικά μόνο όσοι την έχουν πει.
«Nα φεύγεις να πεις δυο τελευταίες κουβέντες με τον σύντροφό σου, να ακουμπήσεις αθόρυβα το μαχαιροπίρουνό σου πλάι στο πιάτο. Να του ζητήσεις να σε συγχωρέσει που ο δικός σου χρόνος τελείωσε και που θα σηκωθείς πρώτος από το τραπέζι. Να φεύγεις, να πάρεις διακριτικά το καπέλο να φτάσεις στην πόρτα και να βάλεις τα παπούτσια, να κάνεις μια βαθιά υπόκλιση, να ευχαριστήσεις για το γεύμα που κράτησε χρόνια και να κλείσεις ήσυχα την πόρτα. Κι αν κάποια φωνή σού φωνάξει πως δεν χόρτασες ακόμα, να φεύγεις, το φαγητό δεν ήτανε ποτέ το θέμα. Μόνο η συγχώνευση... μόνο η συγχώρεση.»