Αφροδίτη Δερματά
Kαθόμαστε πλάι σε έναν βράχο γεμάτο πεταλίδες. «Πεινάω φρικτά»… δηλώνω στον Νίκο. «Σου έχω τον καλύτερο μεζέ» μου απαντάει και ξεκινάει να ξεκολλάει με μαεστρία τις πεταλίδες από τον βράχο. Τρώει την πρώτη για να δώσει το παράδειγμα και εγώ τον κοιτάω κάπως αηδιασμένη. «Αν είχαμε λεμόνι και λίγο ούζο θα την κάναμε ταράτσα» απαντάει χαμογελαστά στο απορημένο μου βλέμμα. Δοκιμάζω τον αλμυρό και περίεργο για τις γαστρονομικές μου συνήθειες, θαλασσομεζέ ο οποίος μοιάζει με τσίχλα σε γεύση ψαριού και με δυσκολεύει στο μάσημα. Δεν μπορώ να πω ότι ξετρελαίνομαι αλλά μου αρέσει αυτό το αίσθημα ότι κατάφερα να ξεγελάσω λίγο την πείνα μου και να επιβιώσω σε μια μικρή παραλία μακριά από τον πολιτισμό σαν άλλος Ροβινσώνας Κρούσος. Αφήνω «τον μπουφέ» με τα θαλασσινά και σκαρφαλώνω σε έναν βράχο. Πάω στην άκρη και χαζεύω δυο ψαρόβαρκες που διασταυρώνονται στον ορίζοντα μου, η θάλασσα είναι λάδι, κάνω ένα βήμα μπροστά και βουτάω στο βαθύ μπλε. Νιώθω τα νωχελικά κύτταρα μου να αντιδρούν ομαδικά στο δροσερό υγρό ξυπνητήρι τους. Κάνω δυο γύρους κολυμπώντας και βγαίνω στην ακτή προσπαθώντας να κρατήσω την ισορροπία μου πάνω στα μεγάλα γλιστερά βότσαλά. Όσο βγαίνω προς τα έξω τα βότσαλα σταδιακά γίνονται όλο και πιο μικρά. Αναζωογονημένη κάθομαι στην ακτή και βλέπω τον ήλιο να χάνεται. Ανάβω ένα τσιγάρο, πίνω μια γουλιά από τον ζεστό, νεροπλυμένο πλέον, φραπέ μου απολαμβάνοντας το ηλιοβασίλεμα. Η νικοτίνη έχει άλλη αίσθηση όταν βγαίνεις από το νερό. Αρχίζει να κάνει κρύο. Τυλίγομαι με την πετσέτα και ο Νίκος ανάβει φωτιά. Από μακριά ακούγονται φωνές. Είναι οι υπόλοιποι της παρέας. Πήγαν στο χωριό να πάρουν εφόδια και τώρα επιστρέφουν. Κατεβαίνουν γελώντας τα σκαλιά. Η απόμερη μικρή παραλία γεμίζει φωνές. Καθόμαστε γύρω από την φωτιά, η Λίνα μοιράζει τις παγωμένες μπίρες και τσιγάρα, ο Γιώργος τα σουβλάκια και ο Αλέξης βγάζει το κάλυμμα από την κιθάρα.
«Κάνει μια ψύχρα απόψε που με αρρωσταίνει κι έχω χαθεί στης πολιτείας τα στενά, εσύ κοιμάσαι σε μια θάλασσα αφρισμένη κι εγώ βουλιάζω κάθε νύχτα στη στεριά.» Το πρόγραμμα ξεκινάει με Παπακωνσταντίνου! Ο Αλέξης τραγουδάει τις πρώτες λέξεις γρατζουνώντας την κιθάρα του και εμείς ακολουθούμε. Είναι Αύγουστος, οι Περσείδες πλημμυρίζουν τον ουρανό και εμείς απολαμβάνουμε το δωρεάν υπερθέαμα. Φέτος έλεγε στις ειδήσεις ότι θα είναι η πιο εντυπωσιακή βροχή των αστεριών από κάθε άλλη χρονιά. Συνήθως πέφτουν γύρω τα 50 αστέρια την ώρα. Φέτος θα πέφτουν 300. Το σόου είναι εντυπωσιακό. Ο Νίκος με τον Αντρέα βουτάνε στην θάλασσα και μας παρακινούν να πέσουμε κι εμείς. Η θάλασσα είναι ήρεμη αλλά εγώ φοβάμαι, έχω ακούσει ότι τα χταπόδια το βράδυ γίνονται επικίνδυνα και μια τέτοια θάλασσα με μεγάλα βότσαλα και βράχια είναι γεμάτη με χταπόδια και περίεργα αιμοβόρα πλάσματα που τις νύχτες ξεσαλώνουν ψάχνοντας για θύματα.
«Να μ αγαπάς όσο μπορείς να μ’ αγαπάς, τι να σου προσφέρω να αλλάξεις τρόπο, Λονδίνο Αμστερνταμ η Βερολίνο έχεις ξεχάσει που ακριβώς θέλεις να πας, Don't you cry tonight I still love you, baby So close, no matter how far It couldn't be much more from the heart». Σιδηρόπουλος, Παπακωνσταντίνου, Τρύπες, G2 2002, Guns n roses, Metallica, σπίθες, πεφταστέρια, γέλια μελωδίες φωνές και ψυχές γίνονται ένα. Μια βάρκα βγαίνει για πυροφάνι. Την παρακολουθώ να περνάει αργά από μπροστά μου μέχρι που χάνεται στο σκοτάδι και φαίνεται σαν μια μικρή λαμπερή κουκίδα στον ορίζοντα .
Εικοσιπέντε χρόνια μετά, κάποια εκατοντάδες χιλιόμετρα ανατολικά της Εδέμ οδηγάω με συνοδηγό την κόρη μου. Βάζει επιδεικτικά τα ακουστικά στα αυτιά της δηλώνοντας μου με αυτή την κίνηση ότι δεν θέλει πολλά πάρε- δώσε και κουβέντες κατά την διάρκεια του ταξιδιού. Απογοητεύομαι αλλά αποφασίζω να σεβαστώ την απόφαση της. Αναστενάζω, παθαίνω μια αναλαμπή και αποφασίζω σήμερα να μην ακούσω ραδιόφωνο. Άλλωστε κατά την διάρκεια του ταξιδιού το σήμα χάνεται συνεχώς και με κουράζει. Μετά από χρόνια πατάω το play στο cd player και ανακαλύπτω ότι μέσα έχει ένα ξεχασμένο cd του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. «Κάνει μια ψύχρα απόψε που με αρρωσταίνει κι έχω χαθεί στης πολιτείας τα στενά, εσύ κοιμάσαι σε μια θάλασσα αφρισμένη κι εγώ βουλιάζω κάθε νύχτα στη στεριά.» Ο έφηβος εαυτός μου ξυπνάει αυτόματα και νιώθω την ανάγκη να το ακούσω δυνατά. Σηκώνω την ένταση σταδιακά και εκεί που μπαίνουν τα ντράμς και το τραγούδι κορυφώνεται, το βάζω στο τέρμα. Η κόρη μου με κοιτάει σαστισμένη να χτυπιέμαι στο τιμόνι, οι τόνοι χαλαρώνουν και επανέρχομαι. Την κοιτάω και γελάω με το απορημένο και παράλληλα θυμωμένο ύφος της. Το άτακτο παιδί που έτρωγε πεταλίδες από τα βράχια, εκείνο το απόγευμα ξύπνησε μέσα στο βλέμμα μου. Όλα αλλάζουν, όλα περνάνε σαν την βάρκα που πέρασε τότε από μπροστά μου με το πυροφάνι…το μόνο που μένει ίδιο είναι τα τραγούδια. Εκείνα τα πάντα αγαπημένα τραγούδια που ντύνουν τις στιγμές και ξυπνάνε το έφηβο παιδί που κοιμάται μέσα μας, το τραβάνε από τα μαλλιά και του θυμίζουν ότι εκείνη η σπίθα ακόμα υπάρχει και ότι τα πεφταστέρια θα συνεχίσουν να δίνουν το σόου τους κάθε Αύγουστο. Το μόνο που χρειάζεται είναι μια στο τόσο να θυμάσαι να σηκώνεις το κεφάλι στον ουρανό και να αφήνεις την σπίθα σου να τα συναντάει.