Αφροδίτη Δερματά
Ξημερώματα Μεγάλης Πέμπτης. To ρολόι δείχνει τρεις πάρα τέταρτο. Μετά από τρεις ώρες ταξίδι φτάνω επιτέλους στο χωριό. Παρκάρω το αυτοκίνητο πάνω στο τελείωμα της ανηφόρας, λίγο πιο κάτω από το σπίτι. Οι Αθηναίοι έχουν έρθει για τις διακοπές του Πάσχα και είναι δύσκολο αυτές τις μέρες να βρεις πάρκινγκ. Εντούτοις στάθηκα τυχερή. Βγαίνω, ανοίγω το πορτ μπαγκάζ και βγάζω το σακ βουαγιάζ μου. Καθώς ανεβαίνω φορτωμένη την ανηφόρα κοιτάω το σπίτι. Τα φώτα της κουζίνας είναι αναμμένα . Είναι ξύπνια η «τρελή» σκέφτομαι. Ανοίγω με το κλειδί μου. Είναι σκυμμένη πάνω από το τραπέζι με ένα πλάστη. Πλάθει αγάπη για να μου προσφέρει. Μέσα σε πλαστικές λεκάνες έχει βάλει όλα τα υλικά. Πλάθει «δάχτυλα» πλάθει «μηλόπιτες» , πλάθει «φλαούνες». Το σπίτι μυρίζει ζυμάρι, σε λίγο που θα ανάψει ο φούρνος θα μυρίζει και μέλι και κανέλα και ψωμί και λιωμένο τυρί και δυόσμο.
Έφυγε σαν σήμερα 10 Μαρτίου 2011 κι από τότε νομίζω σταμάτησα να είμαι παιδί, κι από τότε νομίζω δεν βρήκα άλλον άνθρωπο να με αγαπήσει τόσο.
Φοράει την μπλε της ρόμπα με σηκωμένα τα μανίκια και γύρω από την κοιλιά της έχει δεμένη μια ποδιά. Τα δυνατά της χέρια πηγαινοφέρνουν αποφασιστικά, με μαεστρία και εμπειρία το ζυμάρι. Γυρνάει με κοιτάει τα μάτια της λάμπουν από την χαρά. Χαμογελάει σαν παιδί. Με καλωσορίζει με δυο φιλιά. «Τι κάνεις ξύπνια τέτοια ώρα?» την ρωτάω και ας ξέρω την απάντηση. Που να κοιμηθεί όταν ξέρει ότι έχει τόσες δουλειές. Πώς να την αφήσει το άγχος. «Ε μπορώ να κοιμηθώ που έχω τόσα πράγματα να κάνω;» μου δίνει την αναμενόμενη απάντηση. «Να σου φτιάξω έναν καφέ;» συνεχίζει. «Αν πιώ τέτοια ώρα καφέ δεν θα κοιμηθώ ποτέ, αλλά φτιάξε να κάνω ένα τσιγάρο» της απαντάω, μουρμουράει για το τσιγάρο, σκουπίζει τα χέρια της στην ποδιά και κατευθύνεται προς την κουζίνα. Σε λίγο όλο το σπίτι μοσχοβολάει γαλλικό καφέ, μου σερβίρει, με ρωτάει όπως πάντα αν θέλω γάλα, της απαντάω όπως πάντα ότι δεν βάζω γάλα στον καφέ, με ενημερώνει για άλλη μια φορά πως θα έχω πρόβλημα με την έλλειψη ασβεστίου και ότι δεν είναι δυνατόν να μην πίνω γάλα και με ρωτάει αν πεινάω. Απαντάω αρνητικά. Συζητήσεις που επαναλαμβάνονται χρόνια τώρα και που νόμιζα ότι θα γίνονται για πάντα. Πως πάει η δουλειά; πόσο θα μείνεις; τι να σου μαγειρέψω αύριο; Αδυνάτισες… μπήκαν τα μάγουλά σου μέσα, κόψε πια το τσιγάρο σαν την θεία σου έγινες σε λίγο καιρό θα βήχεις σαν φυματική. Αρχίζω και εκνευρίζομαι «Ουφ…άρχισες πάλι την μουρμούρα, πάω για ύπνο» με φιλάει και μονολογεί «γιατί να σε αγαπώ τόσο Αφροδιτούλα μου;». Μπαίνω στο δωμάτιο μου, το αμπαζούρ είναι αναμμένο, το κρεβάτι είναι όμορφα στρωμένο, τα σεντόνια είναι κολλαρισμένα και μυρίζουν μαλακτικό και το πάπλωμα λίγο γυρισμένο έτοιμο να με υποδεχτεί. Την ακούω έξω να πηγαινοέρχεται. Σε λίγη ώρα με παίρνει ο ύπνος.
Ξυπνάω αργά. Έχει φύγει από νωρίς για το μαγαζί. Ανοίγω την πόρτα, οι μυρωδιές από τα πασχαλινά εδέσματα με περικυκλώνουν. Το τραπέζι είναι στρωμένο, έχει πάνω μια κούπα, δυο φρυγανισμένα ψωμιά με βούτυρο και χειροποίητη μαρμελάδα δαμάσκηνο, μια φέτα τυρί στο πλάι, ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι και δίπλα ακριβώς στέκεται ένα μικρό ποτήρι με μια γαρδένια μέσα. Την πιάνω και την φέρνω κοντά στην μύτη μου, μυρίζει άνοιξη. Δίπλα σε ένα χαρτί μου γράφει "Καλημέρα" και με ενημερώνει ότι είναι έτοιμες οι φλαούνες και οι μηλόπιτες στον φούρνο και αν θέλω να δοκιμάσω. Ο καφές περιμένει στην καφετιέρα εδώ και ώρα . Της έχω πει χιλιάδες φορές να μην τον φτιάχνει από το πρωί γιατί «καίγεται» και γίνεται βαρύς. Δεν λέει να καταλάβει όμως. Κάθομαι να φάω και χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι εκείνη. «Ξύπνησες;» με ρωτάει. «Ε για να σηκώνω το τηλέφωνο…» απαντάω. «Άντε φάε κι έλα κάτω στο μαγαζί να σε δω λίγο που σε πεθύμησα» λέει και κλείνει το τηλέφωνο. Τρώω και βγαίνω στο μπαλκόνι με τον καφέ στο χέρι. Κάθομαι απλώνω τα πόδια μου στην απέναντι καρέκλα και ανάβω ένα τσιγάρο, αφουγκράζομαι τους ήχους του λιμανιού, κουβέντες, αυτοκίνητα, μηχανάκια, το ιπτάμενο δελφίνι. Μεγάλη Πέμπτη, το χωριό σφύζει από ζωή. Σβήνω το τσιγάρο σηκώνομαι βιαστικά, ανοίγω τον φούρνο, παίρνω μια φλαούνα για τον δρόμο. Κλείνω την πόρτα και μασουλώντας κατηφορίζω για το μαγαζί. Τις πέτυχε πάλι το θηρίο» σκέφτομαι. Δεν ήξερα τότε ότι έτρωγα τα ωραιότερα φαγητά της ζωής μου, φτιαγμένα από έναν άνθρωπο που έχει βάλει μέσα στα υλικά όλη την αγάπη του για εμένα. Γιατί έτσι ήταν η γιαγιά μου, έτσι έδειχνε την αγάπη της, μαγειρεύοντας τα πιο νόστιμα φαγητά, φροντίζοντας να μην μένεις ποτέ νηστικός, στρώνοντας όμορφα τα κρεβάτια, φτιάχνοντας μυρωδάτο γαλλικό καφέ, βάζοντας μια γαρδένια το πρωί στο ποτηράκι για καλημέρα, αφήνοντας δίπλα ένα σημείωμα, μουρμουρώντας για το κάπνισμα.
Δεν ήξερα τότε ότι οι στιγμές, τα χρόνια και οι γεύσεις, περνάνε σαν αστραπή να βρω έναν τρόπο να τα εγκλωβίσω, να τα σταματήσω, να τα παρατείνω, να τα εκτιμήσω λίγο παραπάνω. Έφυγε σαν σήμερα 10 Μαρτίου 2011 κι από τότε νομίζω σταμάτησα να είμαι παιδί, κι από τότε νομίζω δεν βρήκα άλλον άνθρωπο να με αγαπήσει τόσο.
«Ωραία δεν περάσαμε…;» μου είπε στο τέλος... κι εγώ την κοιτούσα αποσβολωμένη γνέφοντας απλά καταφατικά.