Αφροδίτη Δερματά
Άλλο ένα Σαββατόβραδο μετέφερα τον εαυτό μου από μπαρ σε μπαρ. Η μουσική έπαιζε δυνατά και εγώ κοιτούσα τριγύρω μου τις ίδιες φάτσες να με περιβάλλουν και έξω από το παράθυρο την ίδια θάλασσα να πηγαινοέρχεται. Έπληττα απίστευτα και το άλλοτε διασκεδαστικό Σαββατόβραδο μου φαινόταν πλέον ανούσιο και κουραστικό. Τον τελευταίο χρόνο στo χωριό ένιωθα πως δεν με χωρούσε ο τόπος. Μαζί με τα τσιγάρα έσβηνα με ανακούφιση στο ημερολόγιο μου τις μέρες που έφευγαν, σαν τους φυλακισμένους. Δεν έβρισκα σε τίποτα νόημα Ήθελα μόνο να έρθει η ώρα που θα δραπετεύσω από τον μικρόκοσμο μου. Με άγνοια κινδύνου σήκωσα παντιέρα και τον Σεπτέμβρη του 97, φόρτωσα κάτι παλιό έπιπλα στο φορτηγό, κούνησα πανηγυρικά το μαντήλι και έφυγα για την όμορφη Αθήνα. Απορούσα με κάποιες φίλες μου που έκλαιγαν που έπρεπε να αποχωριστούν τις οικογένειες τους. Εγώ δεν κοίταξα στιγμή πίσω, δεν ένιωσα ποτέ την παραμικρή αμφιβολία αν κάνω το σωστό και παρά τις δυσκολίες δεν μετάνιωσα ούτε λεπτό για αυτή την απόδραση. Αυτές οι τάσεις φυγής υπάρχουν στα κύτταρα μου και με ακολουθούν μέχρι και σήμερα. Σαν να ζουν δυο πλάσματα μέσα μου. Το ένα αποζητά την σταθερότητα και την ηρεμία και το άλλο θέλει να αλλάξει διαδρομές, να επαναστατήσει σε κάθε τι συνηθισμένο που γίνεται ρουτίνα.
Πρόσφατα μάζευα το δωμάτιο της κόρης μου και βρήκα πάνω στο γραφείο της ανοιχτό ένα ημερολόγιο. Με όμορφα καθαρά καλλιγραφικά γράμματα οργάνωνε την μελλοντική ζωή της στην Αθήνα. Είχε φτιάξει με κάθε λεπτομέρεια το πλάνο για το μέλλον της. «Έμειναν 10 Κυριακές ακόμα» μου λέει και βλέπω στα ανυπόμονα μάτια της εμένα. Διαγράφει τις Κυριακές για να μην τις φαίνονται πολλές οι μέρες, διότι άλλο είναι να λες μου έμειναν 10 Κυριακές και άλλο είναι να λες μου έμειναν 90 μέρες. Έχει δυο μήνες τώρα που μου μιλάει με ενθουσιασμό για την νέα ζωή που την περιμένει στην Αθήνα. Θέλει πάση θυσία να φύγει και παρά το γεγονός ότι φοβάται να κοιμάται μόνη της, δεν διαπραγματεύεται με τίποτα το πέταγμα της από την φωλιά. Θέλει να γνωρίσει νέους ανθρώπους, θέλει να ταξιδέψει στα ελληνικά νησιά, να γυρίσει τα μουσεία και τα θέατρα της Αθήνας, να νιώσει την κουλτούρα της, να ξεφύγει από τις συνηθισμένες διαδρομές, να πατήσει στα πόδια της. Κι εγώ την καμαρώνω.
Μια άνοιξη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα μια κοπέλα μόλις 20 χρονών αρνήθηκε με θράσος δεκάδες προξενιά, έκοψε τις μακριές πλεξούδες της, πέταξε τα ρούχα του χωριού, φόρτωσε τις βαλίτσες της σε μια βάρκα, αποχαιρέτισε τους γονείς της και έφυγε από το λιμάνι της Πάφου να συναντήσει το πεπρωμένο της στο Κάιρο. Ένιωθε εγκλωβισμένη στο μικρό χωριό της, αγνόησε επιδεικτικά τα «πρέπει» της εποχής και απαίτησε με θάρρος την ελευθερία της. Μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα χάραζε στον τοίχο του σπιτιού τις μέρες και τις διέγραφε κάθε πρωί με λαχτάρα σαν τον φυλακισμένο που μετράει τις μέρες για την ελευθερία του. Από το Κάιρο βρέθηκε στο Ζαΐρ, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και μια νέα διαφορετική ζωή απλώθηκε μπροστά της! Μια ζωή περιπετειώδης, δύσκολη και όμορφη, γεμάτη ιστορίες και μαθήματα.
Έχουν περάσει κι όλας 11 χρόνια από την ημέρα που έφυγε... Κοιτάζω τις φωτογραφίες της στο κινητό μου και νιώθω ότι ξαναζώ εκείνη την μέρα της αποχώρισης. Πάντα μου έλεγε «να περπατάς και να τρέμει η γη». Όταν η ίδια σταμάτησε να κάνει την γη να τρέμει, παραδόθηκε. Με αποχαιρέτισε γλυκά και έφυγε, όρθια και υπερήφανη όπως της ταίριαζε. Μου λείπει πολύ, ειδικά τις δύσκολες μέρες αποζητώ μια κουβέντα της, το νόστιμο φαγητό της, τις φροντίδες της και την αγκαλιά της. Αναρωτιέμαι που να βρίσκεται τώρα και αρνούμαι ότι μπορεί να μην υπάρχει πια. Όταν βαραίνω πολύ, μια σκέψη έρχεται να με ανακουφίσει. Σκέφτομαι ότι υπάρχει. Βρίσκεται σε εμένα, βρίσκεται στην κόρη μου, στα κύτταρα μας, στο dna μας, στο θάρρος μας, στο θράσος μας, στις τάσεις φυγής μας, στις μάχες μας, στο πείσμα μας, στις συνήθειες μας, σ’ αυτή την φλόγα που καίει ακατάπαυστα μέσα μας, στην γη που τρέμει όταν περπατάμε. Την βλέπω μέσα από εμένα και της χαμογελώ.
Ωραία περάσαμε Αφρού μου!
ΥΓ. Για την γιαγιά μου που πάντα ήθελε να φεύγει και έφυγε για πάντα εκείνο το πρωί 10.3.2011