Αφροδίτη Δερματά
«Να σας συστήσω τον κύριο» μου είπε η νεαρή κοπέλα με την πράσινη στολή και εγώ τα έχασα, έμεινα να κοιτάω την κάθε λεπτομέρεια πάνω του με θαυμασμό και λατρεία. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Λάτρευα τα τέλεια χαρακτηριστικά του, τα μάτια του, τα χείλη του, το δέρμα του, το χαμόγελο του και την ελιά που είχε πίσω στο σβέρκο του. Κάθε φορά που ήταν να μπει για μπάνιο έσκυβα και την φιλούσα άλλοτε τρυφερά και άλλοτε με μανία. Τα βράδια ξυπνούσα και τον κοιτούσα να κοιμάται γαλήνια απέναντι μου και αγαλλίαζε η ψυχή μου. Ανυπομονούσα να έρθει το πρωί και να τον πάρω στην αγκαλιά μου. Τον χάζευα να κοιμάται και μόλις άνοιγε τα βλέφαρα του και μου έριχνε το πρώτο χαμόγελο της ημέρας σκιρτούσε η καρδιά μου. Βίωνα έντονα και πρωτόγνωρα συναισθήματα. Νιώθωντας ότι δεν χορταίνω την παρουσία του και με αυτή την μαγεία και την ιδιαίτερη ένωση να μας περιβάλλει, ο πρώτος χρόνος πέρασε και ο «κύριος» άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται ανεξάρτητος και να με παιδεύει. Όσο πιο πολύ με παίδευε εντωμεταξύ τόσο πιο πολύ τον αγαπούσα. Έτρεχα ξοπίσω του όλη μέρα. Είχα φτάσει 53 κιλά, δεν καθόμουν ποτέ στον καναπέ, ξεκουραζόμουν παρά μόνο τα βράδια και όλη η ζωή μου γυρνούσε γύρω απ’ αυτόν. Όσο κι αν βασανιζόμουν όμως, τα ξέχναγα όλα με μια αγκαλιά του και γινόμουν σκλάβα στο γάργαρο γέλιο του. Γελούσε με όλα κι εγώ στεκόμουν φρουρός, προστατεύοντας με κάθε κόστος αυτό το γέλιο. Κάποιες φορές που έφευγα και ξεχνούσα να του δώσω αποχαιρετιστήριο φιλί με έπαιρνε τηλέφωνο και με διέταζε να γυρίσω πίσω για να επανορθώσω. Πολλές φορές κλαίγοντας. Εγώ τότε τον ερωτευόμουν λίγο παραπάνω. Όταν αρρώσταινα, όταν χτυπούσα ερχόταν με αγωνία να με ρωτήσει αν είμαι καλά και μου έδινε αμέτρητα φαρμακευτικά φιλιά. Λάτρευε να κοιμόμαστε μαζί και εγώ ένιωθα ότι ο ύπνος μαζί του ήταν αγχολυτικός. Μόλις ξάπλωνε δίπλα μου και το κρατούσα το χέρι…όλα περνούσαν.
Κοιτάω αυτό το άγνωστο ψηλό αγόρι με το χνούδι στο άνω χείλος και τα σπυριά στο μέτωπο, που με κοιτάει θυμωμένα και το ρωτάω με απορία «Ποιος είσαι εσύ; Τι έχεις κάνει στον γιό μου; Που έχει πάει;» . Τα μάτια του πετάνε σπίθες. Νιώθω ότι με αντιπαθεί. Κάθε κουβέντα που του λέω τον εκνευρίζει. Δεν θέλει να τον ακουμπάω, δεν θέλει να του μιλάω, δεν θέλει να ακούγεται η ανάσα μου και γενικά προτιμάει να μην συνυπάρχουμε στον ίδιο χώρο. Δεν μου επιτρέπει να μπαίνω στο δωμάτιο του αν δεν χτυπήσω την πόρτα και δεν θέλει να μιλάμε για προσωπικά του θέματα. Δεν φοράει μπουφάν γιατί θεωρεί ότι δεν είναι της μόδας, δεν θέλει να τον λέω «αγάπη μου» ή «μωρό μου» και γενικά απαγορεύονται αυστηρά όλα τα «μου». Δεν θέλει να τον φιλάω, ενώ με προτρέπει να τον αφήνω όσο γίνεται πιο μακριά από σχολείο για να μην τον βλέπουν οι συμμαθητές του μαζί μου. Δεν του αρέσουν τα ρούχα που του αγοράζω και γενικά το γούστο μου. Με θεωρεί «Κριντζ» και σπαστικιά και ακόμα προσπαθώ να καταλάβω πως γίνεται εν μια νυκτί με εκθρόνισε έτσι βίαια και απρόσμενα από τον θρόνο της καρδιάς του. Στέκομαι και κοιτάω τις εκρήξεις του θυμού του αποσβολωμένη και καμιά φορά κοιτώντας αυτόν τον εξοργισμένο άγνωστο γελάω νευρικά.
Δωδεκάμισι χρόνια πέρασαν από τότε που γεννήθηκε ο «κύριος» και μου έμαθε ότι οι μαμάδες ερωτεύονται τα αγόρια τους κεραυνοβόλα και παραδίδονται σε αυτά άνευ όρων. Τον κοιτάω να μεγαλώνει κι είμαι περήφανη γι’ αυτόν, γιατί ξέρω καλά ότι πίσω από όλον αυτό τον θυμό βρίσκεται –πολύ καλά καμουφλαρισμένη τον τελευταίο καιρό- η καλή καρδιά του. Υπομονή λέω στον εαυτό μου και σε όλες τις μαμάδες των εφήβων. Που θα πάει; Όλα περνάνε. Θα περάσει και αυτό.
ΥΓ. Αυτό που κάνει την έρημο όμορφη, είναι ότι κάπου κρύβει ένα πηγάδι…Μικρός Πρίγκιπας