Αφροδίτη Δερματά
Το τελευταίο διάστημα έχω ανακαλύψει ένα καινούργιο χόμπι. Ξεψαχνίζω το site της EΡΤ. Κάθε φορά που περιηγούμαι μέσα στο site και βρίσκω κάτι καινούργιο νιώθω σαν να τρυπώνω σε μια σοφίτα γεμάτη θησαυρούς από τα παλιά. Ένα site γεμάτο με ενδιαφέροντα πολιτιστικά ντοκουμέντα. Εντοπίζω μια ραδιοφωνική θεατρική παράσταση με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Είναι η ραδιοφωνική μεταφορά του μυθιστορήματος του Κώστα Ταχτσή «Τρίτο στεφάνι» που μεταδόθηκε από το τρίτο πρόγραμμα της ΕΡΤ το 1979. Πατάω το play και απολαμβάνω την Βλαχοπούλου σε έναν εκπληκτικό μονόλογο. Κάποια στιγμή ο μονόλογος σταματάει και ένα ακορντεόν παίζει το «Άστα τα μαλάκια σου». Γυρνάω πίσω στον χρόνο και θυμάμαι τον παππού μου, καθισμένο σε μια ξύλινη καρέκλα και εγώ από πίσω του να του ανακατεύω τα κάτασπρα μαλλιά. Πάνω στο παιχνίδι γινόμουν συχνά η κομμώτρια του και αυτός πάντα, καθώς του χάιδευα το κεφάλι, μου τραγουδούσε το συγκεκριμένο τραγούδι.
Από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβρη, η γιαγιά με τον παππού έμεναν σε ένα μικρό πέτρινο σπίτι στο περιβόλι. Περνούσαν το καλοκαίρι τους σε ένα σπίτι δυο δωματίων. Στο ένα δωμάτιο ήταν η κουζίνα με το πετρογκάζ όπου μαγείρευαν και έτρωγαν και στο άλλο κοιμόντουσαν. Έξω είχε μια μικρή περιποιημένη τσιμεντένια αυλή περιτριγυρισμένη από τριανταφυλλιές , σκεπασμένη από μια πυκνή κληματαριά η οποία τον Αύγουστο γέμιζε με σταφύλια. Στο πλάι, κρεμασμένος σε ένα ξύλο, ήταν ένα τσίγκινο δοχείο με βρύση που κάθε πρωί το γέμιζε ο παππούς με φρέσκο νερό από το πηγάδι. Η τουαλέτα ήταν παλιά και βρισκόταν σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο έξω από το σπίτι, έτσι συνηθιζόταν τότε. Το υπνοδωμάτιο είχε δυο σιδερένια κρεβάτια και στην μέση ένα ξύλινο τραπέζι. Πάνω από το τραπέζι είχε κρεμασμένο ένα κάδρο με μια ζωγραφιά. Η ζωγραφιά έδειχνε μια καλλονή των αρχών του περασμένου αιώνα με μακριά σγουρά μαλλιά, καθισμένη σε μια καρέκλα να παίζει κιθάρα. Την χάζευα με τις ώρες, ήξερα κάθε λεπτομέρεια της, σε σημείο που ήταν στιγμές που νόμιζα ότι ζούσα εκεί, μέσα σε αυτή την ζωγραφιά. Πάνω στο ξύλινο τραπέζι είχε πάντα ένα μπουκάλι μπλε οινόπνευμα, μια κολώνια Τόσκα και ένα γαλάζιο παλιό τρανζίστορ που έπιανε ερτζιανά. Το τρανζίστορ ήταν η διασκέδαση του παππού και της γιαγιάς. Αυτό το ορθογώνιο πλαστικό κουτί έκρυβε μέσα του καλλιτέχνες όλων των ειδών απ’ όλη τη γη. Εκεί μέσα βρίσκονταν οι συναυλίες τους, οι θεατρικές παραστάσεις τους, η ενημέρωση τους και γενικά ο κόσμος όλος. Τα βράδια άναβαν λάμπες πετρελαίου, μιας και ρεύμα το σπιτάκι δεν είχε, άνοιγαν το τρανζιστοράκι τους, και συντονίζονταν στο τρίτο πρόγραμμα. Έξω στην αυλή οι γρύλοι έδιναν παράλληλα ρεσιτάλ ερμηνείας συνοδεύοντας την θεατρική παράσταση ή τα τραγούδια που ακούγονταν.
Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '90 περνούσα με κάποιους συμφοιτητές την πόρτα του Ραδιομεγάρου της ΕΡΤ. Μια καθηγήτρια πήρε την πρωτοβουλία να διοργανώσει μια ξενάγηση στο ιστορικό αυτό κτίριο. Απ’ αυτή την ξενάγηση θυμάμαι την μεγάλη αίθουσα με τα αρχεία και το στούντιο με τις ηχογραφήσεις. Περιηγηθήκαμε στο δωμάτιο όπου ηχογραφούσαν τα ραδιοφωνικά θέατρα. Ένας ηθοποιός μας παρουσίασε όλα τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί για να αναπαραχθεί κάποιος ήχος. Η βροχή, το περπάτημα, το μπουμπουνητό, ή θάλασσα. Κάθε ήχος αναπαραγόταν από ένα διαφορετικό αντικείμενο. Κοιτούσα τριγύρω μου συνεπαρμένη και άκουγα προσεκτικά τις περιγραφές του ηθοποιού. Από εδώ λοιπόν είχαν περάσει η Λαμπέτη, ο Χορν, ο Παπαμιχαήλ, η Βλαχοπούλου και άλλοι τόσοι αγαπημένοι ηθοποιοί. Από δω λοιπόν έφευγαν οι ήχοι και οι φωνές και έφταναν στο μικρό σπίτι στο περιβολάκι του παππού μου. «Θες να κάνουμε μια δοκιμαστική ηχογράφηση;» με ρωτάει ο ηθοποιός και εγώ εντελώς αμήχανα γνέφω καταφατικά. Μου δίνει μια κόλλα χαρτί που είχε γραμμένο πάνω ένα διάλογο και με τρεμάμενη φωνή ξεκινάω. Τελειώνουμε, βγαίνω αγχωμένη έξω από το στούντιο και πηγαίνω στο δωμάτιο ηχοληψίας να ακούσω το αποτέλεσμα. Ακούω την φωνή μου δυνατά στα ηχεία και απογοητεύομαι. Μου φαίνεται απαίσια! Γυρίζω ντροπιασμένη σε μια κοπέλα που κάθεται δίπλα μου και της λέω σιγανά :
«Πω πω…χάλια ακούγομαι…να μια δουλειά που δεν θα κάνω ποτέ.»
YΓ. Τελικά τι παράξενοι που είμαστε οι άνθρωποι: θεωρούμε σχεδόν βέβαιο ότι θα συμβεί αυτό που φοβόμαστε και θεωρούμε παντελώς απίθανο να συμβεί αυτό που ελπίζουμε, ή προσευχόμαστε.