Αφροδίτη Δερματά
Φοράω περήφανη τα καινούργια λευκά τσόκαρα μου και περπατάω σέρνοντας τα επίτηδες στο πεζοδρόμιο ώστε να κάνουν θόρυβο. «Μια Αυριανή και μισό κιλό ψωμί φρατζόλα» επαναλαμβάνω από μέσα μου τα ψώνια που πρέπει να κάνω για να μην τα ξεχάσω και με κατσαδιάσουν. Μια μέρα ενός καλοκαιριού της δεκαετίας του ‘80 περιλάμβανε πάντα ένα τέτοιο «θέλημα» και ήταν η μοναδική υποχρέωση που είχα και ο μόνος λόγος για να δυσανασχετώ.
Τα καλοκαίρια των 80s μύριζαν γιασεμί, αντηλιακό Coppertone και ανεμελιά. Καθώς πλησιάζει το καλοκαίρι η νοσταλγία για εκείνες τις όμορφες εποχές γίνεται εντονότερη και σκέφτομαι πόσο πολύ θα ήθελα να υπήρχε μια μηχανή του χρόνου να μπω μέσα και να ξαναζήσω μια μέρα από τότε. Τότε που ξυπνούσα και το μόνο που με ένοιαζε ήταν να βρεθώ στην θάλασσα. Η μέρα μου ξεκινούσε και τα παράθυρα ήταν ήδη ανοιχτά. Σηκωνόμουν από το κρεβάτι αργά και μια φέτα ψωμιού με μαρμελάδα με περίμενε στο τραπέζι προστατευμένη από μια χαρτοπετσέτα. Έτρωγα το πρωινό μου βιαστικά και φορούσα με λαχτάρα το μαγιό μου που είχε πάντα μια ιδιαίτερη μυρωδιά θάλασσας και αντηλιακού. Κουβαλούσαμε τις τσάντες με τις πετσέτες τις μάσκες και τα βατραχοπέδιλα και ανεβαίναμε με κόπο την μεγάλη ανηφόρα. Στα δεξιά μας κάθε δρομάκι είχε στο τέρμα του λίγη θάλασσα, έπρεπε να προσπεράσουμε 2-3 δρομάκια για να φτάσουμε σε αυτό που θα έβγαζε στην δική μας μικρή παραλία. Καταλάβαινα ότι ερχόταν η ώρα να στρίψουμε όταν οι φωνές των παιδιών που πλατσούριζαν γίνονταν πιο έντονες και ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει από την λαχτάρα λίγο πιο δυνατά. Κατέβαινα δυο δυο τα σκαλιά. Εισέπνεα με μανία το ιώδιο, έβγαζα γρήγορα τα βατραχοπέδιλα και την μάσκα από την τσάντα τα φορούσα και βουτούσα τρέχοντας με την όπισθεν στο νερό. Έβγαινα από το νερό με το δέρμα τσαλακωμένο και ένα τεράστιο κόκκινο σημάδι από την μάσκα γύρω από τα μάτια μου. Η επιστροφή ήταν πιο δύσκολη λόγω της ζέστης του μεσημεριού. Στο σπίτι όμως πάντα μας περίμενε το στρωμένο τραπέζι της γιαγιάς, το νόστιμο φαγητό της και παγωμένη κόκα κόλα. Όποιο και αν ήταν το μενού της ημέρας συνοδευόταν πάντα από ένα πιάτο τηγανητές πατάτες. Ήταν τόσο απολαυστικό να τρως χωρίς να ξέρεις καν την ύπαρξη της λέξης «θερμίδες». Μετά το φαγητό το πρόγραμμα είχε μεσημεριανό ύπνο και στρουφάκια στην ΕΡΤ. Το ξύπνημα ήταν ζαχαρένιο! Στο ψυγείο είχε πάντα μια πιατέλα με κομμένο καρπούζι και πεπόνι, έτοιμα για σερβίρισμα και γλυκό «Τζέλι» με γεύση κεράσι, κρέμα και μπισκότα. Τα απολάμβανα διαβάζοντας πάντα παράλληλα Μίκυ Μάους, Ποπάυ, Μανίνα ή Κατερίνα. Το Τζέλι ήταν η καλοκαιρινή σπεσιαλιτέ της γιαγιάς, με το που ξεκινούσε το καλοκαίρι αυτό το γλυκό υπήρχε μόνιμα σε ένα λευκό ορθογώνιο tapper στο ψυγείο. Αν είμασταν τυχεροί και το ταμείο της ημέρας ήταν καλό, είχαμε και κέρασμα παγωτό για να γίνει ακόμα πιο γλυκιά η μέρα μας. Το αγαπημένο μου ήταν το Luky Cap, το κυπελάκι με το δώρο από κάτω. Συνήθως το δώρο ήταν ένα πλαστικό μπρελόκ. ΄Ήταν τόσο λίγα τα παιχνίδια μας όμως εκείνη την εποχή που ακόμα και ένα πλαστικό χρωματιστό μπρελόκ μας έδινε χαρά. Tα απογεύματα ήταν γεμάτα με παιχνίδια! Λάστιχο, κρυφτό, κυνηγητό, στρατιωτάκια ακίνητα, μήλα και αν είμασταν τυχεροί το παιχνίδι έφτανε μέχρι αργά το βράδυ όπου μαζευόμασταν στο σπίτι καταϊδρωμένοι . Κάποιες φορές η μέρα τελείωνε με θερινό σινεμά! «Τα τσακάλια», «Βασικά καλησπέρα σας», « Οι φανταρίνες», «Αδελφή μου αγάπη μου», «Terminator», «Top Gun» και κάποιες άλλες τελείωνε στον καναπέ με ελληνική ταινία. Αν μάλιστα πρωταγωνιστούσε η Βουγιουκλάκη… ήταν μπόνους. Βγαίνω από τη μηχανή του χρόνου είναι Παρασκευή και βρίσκομαι στο γραφείο μου. Κλείνω τα μάτια και βάζω όλες τις στιγμές σε ένα μικρό γυάλινο μπουκάλι. Το κοιτάω και βλέπω συμπυκνωμένες τις στιγμές μου.
Τα καλοκαίρια εκείνης της εποχής ήταν γεμάτα από μυρωδιές και χρώματα, αυλές και γεράνια μέσα σε τενεκεδένιες γλάστρες, γιασεμιά και βουκαμβίλιες να σκαρφαλώνουν στους λευκούς τοίχους, ήχοι από πιάτα που μαζεύονταν τα μεσημέρια, βότσαλα που έπεφταν στο νερό, απόχες, δροσερές βραδιές στρωματσάδας στην βεράντα, δροσερό γλυκό «τζέλι» και κάπου στο φόντο ένα τρανζίστορ να παίζει Καζαντζίδη.